ὑπτιόω
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
English (LSJ)
only in Pass.,
A to be turned on one's back, ὑπτιωθέντος [τοῦ βρέφους] Sor.1.100, cf. 106; to be turned downside up, to be upset, ὑπτιοῦτο σκάφη νεῶν A.Pers.418; of leaves, to be laid back, Dsc.4.88.
2 of land, slope gently upwards, λόφος . . ὑπτιούμενος ἐπὶ τὴν κορυφὴν ἄκραν J.AJ15.11.3.
3 metaph. of the appetite (cf. ὑπτιασμός ΙΙ), to be sluggish, ὄρεξιν . . ὑπτιωμένην ἀνεγεῖραι Gal.14.302; ὑπτιοῦσθαι τὸν στόμαχον Archig. ap. Gal.13.140, cf. Sor.1.50.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
renverser en arrière, particul.
I. coucher sur le dos;
II. Moy.-Pass. ὑπτιόομαι, ὑπτιοῦμαι;
1 se renverser sens dessus dessous;
2 s'incliner, biaiser;
3 être indolent, être paresseux.
Étymologie: ὕπτιος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπτιόω: κατακλίνω ὕπτιον, ὑπτιοῦντες αὐτὴν ὑπτίαν Μοσχίων περὶ Γυναικ. Παθ. σελ. 21, 4. ΙΙ. Παθ., ἀνατρέπομαι, ὑπτιοῦτο σκάφη νεῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 418. 2) ἐπὶ γῆς, κλίνω, νεύω ὁμαλῶς, ὑπτιούμενος ἐπί… Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 15. 11, 3. 3) μεταφορ., εἶμαι ἄφροντις, ὀκνηρός, Γαλην.· γίνομαι ὑπερήφανος, ἐπαίρομαι, τοῖς ἐπαίνοις τῶν ἀνθρώπων ὑπτιούμενοι Μᾶρκ. Ἀναχωρητὴς 944Β.
Russian (Dvoretsky)
ὑπτιόω: опрокидывать: ὑπτιοῦτο σκάφη νεῶν Aesch. корабельные кузова опрокинулись.
German (Pape)
hintenüber stürzen, ὑπτιοῦτο δὲ σκάφη νεῶν Aesch. Pers. 410.