σμύρις
ἐπιφᾶναι τοῖς ἐν σκότει καὶ σκιᾷ θανάτου καθημένοις, τοῦ κατευθῦναι τοὺς πόδας ἡμῶν εἰς ὁδὸν εἰρήνης → to give light to them that sit in darkness and in the shadow of death to guide our feet into the way of peace | to shine on those who live in darkness and the shadow of death, to guide our feet into the way of peace
English (LSJ)
ιδος, ἡ, emery powder, used by lapidaries, Dsc.5.147; σμίρις v.l. in Dsc. l.c., Orib.13 λ 24, Paul.Aeg.7.3 s.v. λίθοι; σμιρίς, ἡ, Hsch., Aët.2.26; gen. σμίρεως Orib.15.1.20 codd.; cf. ζμιρριεῖα: —also σμιρίτης [ῑτ] λίθος, ὁ, LXX Jb.41.7 (v.l. σμιρίτος).
German (Pape)
[Seite 911] ἡ, der Smirgel, ein hartes Eisenerz od. ein Korund, Diamantspath, der als Sand auf dem Rade der Steinschleifer u. Steinschneider zum Abschleifen u. Poliren gebraucht wird; Diosc.; bei Hesych. σμίρις.
Greek (Liddell-Scott)
σμύρις: -ιδος. ἡ, κόνις πέτρας σκληρᾶς σιδηροχάλκου ἧς ἐποιοῦντο χρῆσιν οἱ λιθοξόοι καὶ τῶν πολυτίμων λίθων ἐργάται, Διοσκ. 5. 165· σμιρὶς παρ’ Ἡσυχ., ὃ ἴδε· - ὡσαύτως σμῠρίτης λίθος ὁ, Ἑβδ. (Ἰὼβ ΜΑ΄, 7).
Greek Monolingual
η, / σμύρις, -ιδος, ΝΜΑ, και σμύρη και λόγιος τ. σμύρις Ν, και σμίρις, -ιδος και σμιρίς, -ίδος, Α
ορυκτό οξείδιο του αργιλίου, που είναι ακάθαρτη ποικιλία του κορουνδίου, απαντά με τη μορφή πυκνών σκοτεινόχρωμων κοκκωδών ή συμπαγών μαζών, παρόμοιας εμφάνισης με τα σιδηρομεταλλεύματα, και χρησιμοποιείται ως λειαντικό ή στιλβωτικό υλικό
νεοελλ.
φρ. «ναξία σμύρις» — η άριστης ποιότητας σμύριδα που εξορύσσεται στα ορυχεία της Νάξου, όπου τα κοιτάσματά της είναι τα μεγαλύτερα στον κόσμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση της λ. σμύρις με το ρ. σμῶ «σφουγγίζω, καθαρίζω» προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, ενώ η αναγωγή της στην ΙΕ ρίζα smer(u)- «πάχος, λίπος» (πρβλ. μύρο) γεννά, επί πλέον, και σημασιολογικά προβλήματα. Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η υπόθεση ότι πρόκειται για σημιτικό δάνειο].
Frisk Etymological English
(σμίρις), -ιδος, -εως
Grammatical information: f.
Meaning: emery-powder for abrading and polishing (Dsc., late medic.).
Derivatives: σμιρίτης λίθος m. (LXX; Redard 61), σμιριεῖα n. pl. (wr. ζμιρριεια) emery-powder (Imbros IIa).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Since long (Fick 1, 575; 2, 317; WP. 2, 690, Pok. 970f., W.-Hofmann s. medulla w. lit.) with μύρον (s. v.) connected wih a Germ.-Celt. word for grease, fatt in OHG. smero, OIr. smi(u)r etc.; not very convincing as to the factual matter. Also the frequent notation with ι remains hard to understand (vowelharmony?). Acc. to v. Blumenthal Hesychst. 45 to σμάω, σμῆν; semantically to be preferrred; σμύρις then after μύρον? Furnée 366 takes the variation υ: ι as proof of Pre-Greek origin.
Frisk Etymology German
σμύρις: (σμίρις), -ιδος, -εως
{smúris}
Grammar: f.
Meaning: Schmirgel zum Abreiben und Polieren (Dsk., sp. Mediz.)
Derivative: mit σμιρίτης λίθος m. (LXX; Redard 61), σμιριεῖα n. pl. (geschr. ζμιρριεια) Schmirgel (Imbros IIa).
Etymology: Nicht sicher erklärt. Seit langem (Fick 1, 575; 2, 317; WP. 2, 690, Pok. 970f., W.-Hofmann s. medulla m. Lit.) mit μύρον (s. d.) zu einem. germ.-kelt. Wort für Schmer, Fett in ahd. smero, air. smi(u)r usw. gezogen; sachlich nicht ganz befriedigend. Dabei bleibt auch die geläufige Schreibung mit ι schwerverständlich (Vokalharmonie?). Nach v. Blumenthal Hesychst. 45 zu σμάω, σμῆν; begrifflich gewiß vorzuziehen; σμύρις dann nach μύρον?
Page 2,751