ἠδέ

From LSJ
Revision as of 10:40, 17 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pers.''" to " A.''Pers.''")

ὅταν δὲ τἄμ' ἀθυμήσαντ' ἴδῃς, σύ μου τὸ δεινὸν καὶ διαφθαρὲν φρενῶν ἴσχναινε παραμυθοῦ θ' → whenever you see me despondent over my situation, do what you can to lessen and relieve what is wild and senseless in my thinking | whenever you see me despondent, you must cure the grim derangement of my mind and encourage me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠδέ Medium diacritics: ἠδέ Low diacritics: ηδέ Capitals: ΗΔΕ
Transliteration A: ēdé Transliteration B: ēde Transliteration C: ide Beta Code: h)de/

English (LSJ)

A and, prop. correlative to ἠμέν: ἠμὲν... ἠδὲ.., both... and.., Il.7.302, etc.
II without ἠμέν, and, ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες 2.79, cf. 1.41,96,251, etc.: sometimes with τε before it, σκῆπτρόν τ' ἠδὲ θέμιστας 9.99; Ἕκτορ τ' ἠδ' ἄλλοι 12.61; Ἥρη τ' ἠδὲ Ποσειδάων καὶ Παλλὰς Ἀθήνη 1.400; αὐτός τ' ἀναχάζομαι ἠδὲ.. 5.822, cf. Pi.O.13.44; also μὲν... ἠδὲ.. Od.1.240, 12.381, etc.; μέν τε... ἠδὲ.. Orph.H.14.9; παίδων ἠδ' ἀλόχων καὶ κτήσιος ἠδὲ τοκήων Il.15.663; ἠ. καί and also, 1.334, Od.2.209, 4.235, 1.240; ἠδ' ἔτι καί Il.1.455, 2.118; ἠδέ τε AP 9.788.9.—The Trag. use . in anapaestics and lyrics, A.Pers.16, 289, etc.; and (less freq.) in iamb., as Id.Ch.1025, Eu.414, S.Fr.386, 549, E.Hec.323, HF30: twice found in Com., Eup.14 (anap.), Alex.133.6(trim., s.v.l.). Not in Att. Prose; used by Hippocrates (= ἔτι δέ) acc. to Gal.19.102, cf. Aret.CD2.7; ἀτὰρ ἠδέ ib.1.3.

French (Bailly abrégé)

conj. poét.
et : ἠμὲν… ἠδέ IL, ἠδέκαί IL et… et ; ἠδὲ καί IL et aussi.
Étymologie: ἤ, δέ.

German (Pape)

und, wie καί gebraucht, eigtl. dem ἠμέν entsprechend, ἠμὲν νέοι ἠδὲ γέροντες Il. 2.789, sowohl Junge als auch Alte; πολλοὶ ἐν μεγάροις ἠμὲν τράφεν ἠδ' ἐγένοντο Od. 14.200; mit hinzutretendem καί, ἠμὲν δέμας ἠδὲ καὶ αὐδήν, oft in der Od.; ὄφρ' εὖ γινώσκῃς ἠμὲν θεὸν ἠδὲ καὶ ἄνδρα Il. 5.128; – allein, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν, Zeus Boten und auch der Menschen, Il. 1.334; 2.265, Od. 2.209, vgl. 1.239 τῷ κέν οἱ τύμβον μὲν ἐποίησαν –, ἠδέ κε καὶ ᾧ παιδὶ μέγα κλέος ἤρατο, und auch seinem Sohne hätte er Ruhm erworben; ἤδη μέν ποτε – ἠδ' ἔτι καὶ νῦν Il. 1.453; τε – ἠδέ entsprechen sich, 9.99, 12.61; αὐτός τ' ἀναχάζομαι ἠδὲ καὶ ἄλλους ἐκέλευσα 5.822, wie Pind. Ol. 13.43 ὅσσα τ' ἐν Δελφοῖσιν ἀριστεύσατε ἠδὲ χόρτοις ἐν λέοντος vrbdt; sp.D. auch ἠδέ τε, Ep.adesp. 428 (IX.788) Man. 5.33, 232. – Auch bei Tragg., am häufigsten bei Aesch., εὔνιδας ἠδ' ἀνάνδρους Pers. 281, öfter; ἠδὲ – καὶ – ἠδέ, 21 (wie Il. 15.663); Ἀντιγόνη τ' ἠδ' Ἰσμήνη Spt. 844, wie Pers. 26 und öfter; Soph. frg. 345, 493; Eur. Herc.Fur. 30, Hec. 323. Komiker τε – ἠδέ, Alexis bei Ath. VII.322d und Eupolis bei Plut. Symp. 4.1.3.

Russian (Dvoretsky)

ἠδέ: преимущ. эп. - тж. с частицами τε, ἠμέν, μέν (τε), καί, ἔτι - и, да: σευ κήδεται ἠ. ἐλεαίρει Hom. (Зевс) о тебе заботится и скорбит; ἄλγεα ἔδωκεν ἠ. ἔτι δώσει Hom. (Аполлон) послал страдания, да и еще пошлет; Διὸς ἄγγελοι ἠ. καὶ ἀνδρῶν Hom. вестники Зевса, а также и людей; γραῖαι γυναῖκες ἠ. πρεσβῦται Eur. старые женщины и старцы.

Greek (Liddell-Scott)

ἠδέ: καί, κυρίως ἀντιστοιχοῦν πρὸς τὸ ἠμέν· ἠμὲν..., ἠδὲ..., καὶ..., καὶ…, ἴδε ἐν λ. ἠμέν· - ἀλλά, ΙΙ. συχνάκις παρ’ Ὁμ. ἄνευ τοῦ ἠμέν, ἀκριβῶς ὅμοιον τῷ καί, ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες Ἰλ. Β. 79, πρβλ. Α. 41, 96, 251, κλ.· -ἐνίοτε ἔχον πρὸ ἑαυτοῦ τὸ τε· σκῆπτρόν τ’ ἠδὲ θέμιστας Ι. 99· Ἕκτορ τ’ ἠδ’ ἄλλοι Μ. 61· Ἥρη τ’ ἠδὲ Ποσειδάων καὶ Παλλὰς Ἀθήνη Α. 400 μεταξὺ τῶν τε καὶ ἠδὲ δυνατὸν νὰ ὑπάρχῃ καὶ λέξις τις, αὐτός τ’ ἀναχάζομαι ἠδὲ..., Ε. 822, πρβλ. Πινδ. Ο. 13. 62· καί, μὲν..., ἠδὲ..., Ὀδ. Α. 239. Μ. 380, κτλ.· μέν τε..., ἠδὲ..., Ὀρφ. Ὕμν. 13. 8· ἐνίοτε δὲ τίθεται καὶ μεταξὺ τῶν ἠδὲ..., ἠδὲ..., παίδων ἠδ’ ἀλόχων καὶ κτήσιος ἠδὲ τοκήων Ἰλ. Ο. 663· - ἀλλὰ τὸ ἠδὲ καὶ ὁμοῦ συνημμένον σημαίνει: καὶ ὡσαύτως, Ἰλ. Α. 334, Ὀδ. Β. 209· ἠδέ κε καί, καὶ δυνατὸν ὡσαύτως, Ὀδ. Α. 240· ἠδ’ αὖτε Ἰλ. Η 302· ἠδ’ ἔτι καί, ἔτι ἀκόμη, Α. 455, Β. 118· ἠδέ τε Ἀνθ. Π. 9. 788· - σπανιώτατον ἐν τῇ ἀρχῇ προτάσεως, ἠδὲ καὶ οἵδε Ὀδ. Δ. 235. - Οἱ Τραγικοὶ μεταχειρίζονται τὸ ἠδὲ ἐν ἀναπαιστικοῖς καὶ λυρικοῖς χωρίοις, Αἰσχύλ. Πέρσ. 16, 21, 22, 26, κ.τλ. καὶ (σπανιώτερον) ἐν ἰαμβικοῖς, ὡς Αἰσχύλ. Χο. 1025, Εὐμ. 414, Σοφ. Ἀποσπ. 345, 493, Εὐρ. Ἑκ. 323, Ἡρ. Μαιν. 30· ἀπαντᾷ δὶς ἔτι καὶ παρὰ τοῖς κωμικοῖς, Εὔπολ. Αἰξ. 1, Ἄλεξ. Λευκ. 1· ἀλλ’ οὐδέποτε παρὰ τοῖς δοκίμοις τῶν Ἀττ. πεζογράφων. - Πρβλ. τὸ Ἐπ. ἰδέ.

English (Autenrieth)

and; combined, ἠδὲ.. καὶ.. ἠδέ, τ' ἠδέ, τὲ.. ἠδέ, τὲ.. ἠδὲ καί, Il. 15.663, Il. 2.206, Od. 1.12, Il. 5.822; ἠδὲ καί, ‘and also,’ Il. 1.334, etc.; freq. correl. to ἠμέν, also to μέν.

English (Slater)

ἠδέ and ὅσσα τ' ἐν Δελφοῖσιν ἀριστεύσατε ἠδὲ χόρτοις ἐν λέοντος (O. 13.44) ἀνδέροντι πόδας ἠδὲ κεφαλάν (οἱ δὲ v.l.) fr. 203. 3. combined with τε; καὶ τότ ἐγὼ σαρκῶν τ' ἐνοπὰν λτ;γτ; ἠδ ὀστέων στεναγμὸν βαρύν” fr. 168. 5.

Greek Monotonic

ἠδέ: και, κυρίως αντιστοιχεί προς το ἠμέν, βλ. ἠμέν· αλλά συχνά και χωρίς το ἠμέν, ίδιο ακριβώς με το καί, και· ἡγήτορες ἠδὲ μέδοντες, σε Ομήρ. Ιλ.· ενώ ο συνδυασμός ἠδὲ καί σημαίνει και ομοίως, σε Όμηρ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: copul. pcle.
Meaning: and with or without preceding ἠμέν, also ἠδε καί, τἠδέ etc. (Il.).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]
Etymology: From 1. η῏ really and δε (s. vv.). Details in Schwyzer-Debrunner 565, Ruijgh, Elément. Achéen 55-57.

Middle Liddell


and, properly correlative to ἠ-μέν v. sub ἠμέν:— but, often without ἠμέν, just like καί, and, Il.:— ἠδὲ καί conjoined and also, Hom.

Frisk Etymology German

ἠδέ: {ēdé}
Meaning: und mit und ohne vorangeh. ἠμέν, auch ἠδὲ καί, τ’ἠδέ usw. (ep. poet. seit Il.).
Etymology: Aus 1. fürwahr und δέ (s. dd.). Einzelheiten bei Schwyzer-Debrunner 565.
Page 1,622