παρεκχέω
δυνατὰ δὲ οἱ προύχοντες πράσσουσι καὶ οἱ ἀσθενεῖς ξυγχωροῦσιν → the strong do what they will; the weak do what they must | the strong do what they can and the weak suffer what they must | they that have odds of power exact as much as they can, and the weak yield to such conditions as they can get
English (LSJ)
pour out by degrees, ἔκ τινος εἴς τι κατὰ σταγόνα S.E.M.7.90:—Pass., Gal. 18(2).447; of rivers and lakes, overflow, Str.16.2.33, D.S.5.47; also π. εἰς πιμελώδη ὄγκον become obese, Sor.1.32.
German (Pape)
[Seite 514] (s. χέω), daneben od. auf die Seite ausgießen, ἐκ θατέρου εἰς θάτερον κατὰ σταγόνα, S. Emp. adv. math. 7, 90; im pass. sich daneben ergießen, austreten, z. B. vom Nil, Strab. XVI, 760; τὸ ῥεῦμα παρεκχυθέν, D. Sic. 5, 47.
French (Bailly abrégé)
épancher auprès, de côté ou au delà ; Pass. s'épancher auprès, déborder (fleuve).
Étymologie: παρά, ἐκχέω.
Russian (Dvoretsky)
παρεκχέω: выливать, переливать (ἐκ θατέρου εἰς θάτερον Sext.): τὸ ῥεῦμα παρεκχυθέν Diod. разлившаяся река, наводнение.
Greek (Liddell-Scott)
παρεκχέω: μέλλ. -χεῶ, ἐκχύνω βαθμηδόν, ἔκ τινος εἴς τι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 90. - Παθ., ἐπὶ ποταμῶν καὶ λιμνῶν, ἐκχειλίζω, Στράβ. 760, Ἡρόδ. 5. 47.
Greek Monolingual
Α εκχέω
1. εκχέω, χύνω λίγο λίγο
2. μέσ.
παρεκχέομαι
(για ποταμούς και λίμνες) εκχειλίζω, ξεχειλίζω, πλημμυρίζω
3. ιατρ. γίνομαι παχύς, παχύσαρκος.
Greek Monotonic
παρεκχέω: μέλ. -χεῶ, χύνω βαθμηδόν — Παθ., λέγεται για ποτάμια και λίμνες, υπερχειλίζω, σε Στράβ.
Middle Liddell
fut. -χεῶ
to pour out by degrees:—Pass., of rivers and lakes, to overflow, Strab.