ἀβασίλευτος
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ἀβασίλευτον, not ruled by a king, Th.2.80, X.HG5.2.17: generally, free from rule, Plu.2.1125d, Artem.1.8.
Spanish (DGE)
-ον
I c. sent. o valor permanente
1 que no tiene monarquía, que no obedece a reyes βάρβαροι ... Χαόνες Th.2.80, Θρᾷκες X.HG 5.2.17, Plu.Alc.36, εὕροις δ' ἂν ... πόλεις ἀτειχίστους, ἀγραμμάτους, ἀβασιλεύτους Plu.2.1125d, cf. Ph.1.696, D.S.5.42, de Dios ὁ μόνος ἀγέννητος καὶ ἀ. Const.App.8.5.1
•subst. οἱ ἀ. los que no tienen Rey ref. a los que no acatan a Dios, Gr.Nyss.Pss.92.22.
2 que carece de cualquier tipo de gobierno, anárquico οὐδὲν γὰρ ἔθνος ἀνθρώπων ἄθεον ὥσπερ οὐδὲ ἀβασίλευτον Artem.1.8.
II c. sent. eventual que se ha quedado sin rey, que no tiene rey τὴν Ὀσροηνὴν ἀβασίλευτον οὖσαν ἐχειρώσατο D.C.77.12.1, ἔμεινάν τε ἡμερῶν δύο ἀβασίλευτοι Hdn.4.14.1.
German (Pape)
[Seite 2] nicht von, Königen regiert, χάονες Thuc. 2, 80; θρᾷκες Xen. Hell. 5, 2, 12; Plut. Alc. 36; – ohne, König, Herodian. 4, 14, 1; unabhängig, πολιτεία ἀβ. καὶ αὐτόνομος Plut. Rom. 27.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans roi.
Étymologie: ἀ, βασιλεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀβασίλευτος: неподвластный царю, не управляемый царями (Χάονες Thuc.; Θρᾷκες Xen.; ἀ. καὶ αὐτόνομος πολιτεία Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀβᾰσίλευτος: ον· ἄνευ βασιλέως, μὴ κυβερνώμενος ὑπὸ βασιλέως (αὐτόνομος). Θουκ. 2, 80. Ξεν. Ἑλλ. 5, 2, 17.
Greek Monotonic
ἀβᾰσίλευτος: -ον (βασιλεύω), αυτός που δεν κυβερνάται από βασιλιά, σε Θουκ., Ξεν.