ἑκάτερος

From LSJ
Revision as of 11:58, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ἑαυτὸν οὐδεὶς ὁμολογεῖ κακοῦργος ὤν → Nemo maleficus se fatetur maleficum → Von sich gibt keiner zu, dass er ein Schurke ist

Menander, Monostichoi, 158
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑκᾰτερος Medium diacritics: ἑκάτερος Low diacritics: εκάτερος Capitals: ΕΚΑΤΕΡΟΣ
Transliteration A: hekáteros Transliteration B: hekateros Transliteration C: ekateros Beta Code: e(ka/teros

English (LSJ)

A (Dor. ϝεκάτερος Leg.Gort.1.18, Michel995 A 49 (Delph.)), α, ον, each of two, each singly, opp. ἀμφότεροι, Lys.2.33; εἷς ἑ. Syngr. ap. D.35.12; αὐτὸ τὸ ἑ. καὶ τὸ ἀμφότερον Pl.Hp.Ma.303a, cf. Pi.I.8(7).31, Th.1.20, etc.; when joined with a Subst., the Subst. almost always takes the Art. (so in Att. Inscrr. exc. IG12.372.137), as ἐφ' ἑ. τῷ κέρᾳ Th.5.67; ἐπὶ τῷ κέρᾳ ἑ. Id.4.93; ἑ. τῇ πόλει Id.5.16: sometimes with Noun or Pron. in gen., ἑκάτερος ἡμῶν Id.6.17; ἑκατέρᾳ τῶν χειρῶν D.S.4.10: as nom. to pl. Verb, sometimes in plural, esp. when one or both parties are in plural, ἐδικαίευν ἑκάτεροι Hdt.9.26, Pl.R.348b, etc.: in sg. with Verb in plural, ταῦτα εἰπόντες ἀπῆλθον ἑκάτερος ἐπὶ τὰ προσήκοντα X.Cyr.5.2.22, cf.6.1.19; repeated in ref. to each of two parties, ἐὰν ἑκάτεροι ἑκατέρων τέμνωσιν ἀγρούς Pl.R.470d: with Particles and Preps., ὡς ἑκάτεροι Th.3.74; ἐφ' ἑκάτερα = both ways, Id.5.73; καθ' ἑκάτερα X.An.5.6.7; ἐξ ἑκατέρων Luc.Am.14.
2 = ἕκαστος, Id.Alex.49.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): ϝεκάτερος ICr.4.72.1.19 (Gortina V a.C.), CID 1.9a.49 (IV a.C.); βεκ- ICr.1.16.1.40 (Lato III a.C.)
• Prosodia: [-ᾰ-]
• Morfología: [dór. sg. gen. ἑκατέρω Philol.B 5]
I sg.
1 cada uno entre dos, uno y otro por separado, op. a ἀμφότερος: συνεχώρεις ἀμφοτέρας τε αὐτὰς εἶναι καλὰς καὶ ἑκατέραν convenías en que las dos juntas y cada una por separado son bellas Pl.Hp.Ma.302c, cf. 303a, Lys.2.33, D.35.12, ἄλοχον ... θέλων ἑ. ἐὰν ἔμμεν deseosos uno y otro de que la novia fuera suya Pi.I.8.29, ἑκάτερον δὲ πονηροῦ τινος ἤθους pero ambas cosas (alabar y censurar) son propias de un carácter malvado Democr.B 192, cf. Philol.l.c., Alcmaeo B 4, Th.1.20, Ar.Ra.1379, Arist.Mete.371b18, Mnesith.Ath.38.30, Aristox.Harm.87.13, Plb.24.12.3, Euc.1Def.10, Vett.Val.61.24, Amph.Seleuc.307
en función adj. εἰς ἑκατέραν τὴν χεῖρα Diog.Apoll.B 6.12 (p.63), ἐπὶ δὲ τῷ κέρᾳ ἑκατέρῳ Th.4.93, cf. 5.67, ἑκατέρᾳ τῇ πόλει Th.5.16, cf. Isoc.4.35, Plb.6.46.10 (= Ephor.148), c. gen. partit. ἑ. ἡμῶν Th.6.17, ἑκατέρα τῶν πόλεων Arist.Pol.1290b12, cf. Archim.Sph.Cyl.1.11, BGU 1123.6 (I a.C.)
c. verb. en plu. ἀπῆλθον ἑκάτερος X.Cyr.5.2.22, ἑ. αὐτῶν ... ἔφασαν X.Cyr.6.1.19.
2 cada uno entre varios, de unos intérpretes de oráculos ἐτέλουν γὰρ οἱ ἐξηγηταὶ τῷ Ἀλεξάνδρῳ τάλαντον Ἀττικὸν ἑ. Luc.Alex.49.
3 entre los pitagoróricos otro n. del número dos δυάδος δὲ τὸ ἑ. Theol.Ar.14.
II en plu.
1 cada grupo, unos y otros, ambas partes ἐδικαίευν γὰρ αὐτοὶ ἑκάτεροι e.e., tegeatas y atenienses, Hdt.9.26, ἑκάτεροι ... ἐν φυλακῇ ἦσαν Th.3.74, ἐὰν ἑκάτεροι ἑκατέρων τέμνωσιν ἀγρούς Pl.R.470d, ἑκατέρους ... τούς τε ἐξ ἄστεως καὶ τοὺς ἐκ Πειραιῶς Lys.12.92, ἀναγρ[α] ψάντων δὲ βεκάτεροι ἐν βρυταν[είῳ τὰ] ἠγραμμένα ICr.1.16.1.40 (Lato III a.C.).
2 cada uno de los dos, uno y otro, ambos μετρεῖν ὅσα ἑκάτεροι ἐν ἑκατέρῳ λέγομεν Pl.R.348b
en giros prep. c. valor adv. a uno y otro lado ἐφ' ἑκάτερα Th.5.73, τῆς ὁδοῦ καθ' ἑκάτερα a un lado y otro del camino X.An.5.6.7, cf. Luc.Am.14.
III adv. ἑκατέρως
1 en uno y otro caso ἑ. προσαγορεύομεν Pl.Lg.895e, οὐ γὰρ ὁ αὐτὸς γίνεται συλλογισμὸς ἑ. ἀντιστραφέντος pues no se forma el mismo silogismo al invertir (la conclusión) en cada uno de los dos casos Arist.APr.59b7.
2 de una y otra manera μολοττὸς ἢ βακχεῖος, ἐγχωρεῖ γὰρ ἑ. αὐτὸν (πόδα) διαιρεῖν D.H.Comp.18.18, ἑ. γὰρ ἔστιν ἐκδέξασθαι Ph.1.316, ἑ. ... ἑ. ... ἀρετὰς ἔχειν Plot.1.2.1, cf. 6.8.1
en ambas lenguas e.e., en griego y en latín τὸ διάταγμα ἑ. γραφέν IPr.105.30 (I a.C.).

German (Pape)

[Seite 751] (Comparativendung von Zweien, wie ἕκαστος die Superlativendung von Mehreren), jeder von zweien, jeder von beiden für sich besonders, wie ἀμφότεροι beide zusammen; ἵν' ἐν μέρει πρὸς ἑκατέραν, ἀλλὰ μὴ πρὸς ἀμφοτέρας τὰς δυνάμεις κινδυνεύσωσιν Lys. 2, 33, wie Dem. 35, 12 καὶ ἑνὶ ἑκατέρῳ u. καὶ ἀμφοτέροις sich entspricht; Pind. I. 7, 28; ἐφ' ἑκατέρας τῆς ἠπείρου, in Europa und in Asien, Isocr. 4, 35; ἑκάτερος ἡμῶν Thuc. 6, 17. – Auch hier steht, wie bei ἕκαστος, doch selten, der plur. des Verbums, καὶ τεῖχος ἑκάτερος τειχίσασθαι ἔφασαν Xen. Cyr. 6, 1, 19, wie 5, 2, 22. – Gew. hat das dabeistehende subst. den Artikel, ἐφ' ἑκατέρῳ τῷ κέρᾳ Thuc. 5, 67. seltner in umgekehrter Stellung, ἐπὶ τῷ κέρᾳ ἑκατέρῳ Thuc. 4, 93.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
chacun des deux, chacun en particulier : ἀπῆλθον ἑκάτερος XÉN ils s'éloignèrent chacun de son côté ; ἑκάτερος ἡμῶν THC chacun de nous deux en particulier ; au plur. d'ord. pour désigner deux partis, deux groupes : ἑκάτεροι ou ὡς ἑκάτεροι chacun des deux partis ; ἐξ ἑκατέρων LUC de chacun des deux côtés, des deux côtés ; καθ' ἑκάτερα XÉN ou ἐφ' ἑκάτερα THC m. sign.
Étymologie: ἑκάς.

Russian (Dvoretsky)

ἑκάτερος: (ᾰ) каждый (из обоих), тот и другой (в отдельности) (καὶ εἷς ἑ. καὶ ἀμφότεροι Dem.): ἐν μέρει πρὸς ἑκατέραν, ἀλλὰ μὴ πρὸς ἀμφοτέρας ἅμα τὰς δυνάμεις κινδυνεύειν Lys. выступать против каждого войска порознь, а не против обоих вместе; ἐφ᾽ ἑκατέρῳ τῷ κέρᾳ Thuc. на каждом из обоих флангов; (ὡς) ἑκάτεροι Her., Thuc. каждая из обеих сторон; ἑφ᾽ ἑκάτερα Thuc., καθ᾽ ἑκάτερα Xen. и ἐξ ἑκατέρων Luc. с каждой стороны, с обеих сторон.

Greek (Liddell-Scott)

ἑκάτερος: ᾰ, α, ον (ἴδε ἕκαστος ἐν τέλει), ἕκαστος ἐκ τῶν δύο, ἕκαστος ἐκ τῶν δύο καθ’ ἑαυτὸν χωριστὰ (καὶ ἑπομένως ἀντίθετον τῷ ἀμφότεροι, - «ἀμφότεροι καὶ ἑκάτεροι διαφέρουσιν. Ἀμφότεροι μὲν γὰρ ἐροῦμεν, ὅταν ἐν τῷ αὐτῷ κατὰ τὸ αὐτὸ πράττωσιν· ἀμφότεροι τὴν δοκὸν μίαν οὖσαν φέρουσιν. Ἑκάτεροι δέ, ἐπειδὰ χωρὶς ἑκάτερος τὸ ἑαυτοῦ πράττῃ, οἷον ἑκάτερος αὐτῶν δοκὸν φέρει, ἤτοι ὅταν ἑκάτερος αὐτῶν μίαν φέρῃ κατ’ ἰδίαν» Ἀμμώνιος σ. 14, - Ἡρόδ. 9. 26, Λυσ. 193, ἐν τέλ.· παρὰ Δημ. 927. 1), πρῶτον παρὰ Πινδ. Ι. 8 (7). 63, Θουκ., κλ.· τιθεμένου δὲ μετὰ οὐσιαστικοῦ, τοῦτο σχεδὸν πάντοτε λαμβάνει ἄρθρον, ὡς, ἐφ’ ἑκατέρῳ τῷ κέρᾳ Θουκ. 5. 67· ἐπὶ τῷ κέρᾳ ἑκατέρῳ ὁ αὐτ. 4. 93· ἐν ἑκατέρᾳ τῇ πόλει ὁ αὐτ. 5. 16· - ἀλλὰ τὸ ὄνομα ἢ ἡ ἀντωνυμία τίθεται ἐνίοτε κατὰ γενικήν, ἑκάτερος ἡμῶν ὁ αὐτ. 6. 17· ἑκατέρᾳ τῶν χειρῶν Διόδ. 4. 10· - ὡς ὑποκείμενον πληθ. ῥήματος τίθεται ἐνίοτε κατὰ πληθ. μάλιστα ὅταν ἑκάτερον τῶν μερῶν εἶναι πληθ., ἐδικαίευν γὰρ αὐτοὶ ἑκάτεροι ἔχειν τὸ ἕτερον κέρας Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ., Πλάτ. Πολ. 348Α, κτλ.· ἐνίοτε ὡς τὸ Λατ. uterque, καθϳ ἑνικ. μετὰ πληθ. ῥήματος, ταῦτα εἰπόντες ἀπῆλθον ἑκάτερος ἐπὶ τὰ προσήκοντα Ξεν. Κύρ. 5. 2, 22, πρβλ. 6. 1, 19: - ἐνίοτε δὲ ἐπαναλαμβάνεται κατ’ ἀναφορὰν πρὸς ἑκάτερον τῶν δύο μερῶν, ἐὰν ἑκάτεροι ἑκατέρων τέμνωσιν ἀγροὺς Πλάτ. Πολ. 470D, πρβλ. 348Α· - μετὰ προθ. καὶ ἄλλων μορίων, ὡς ἑκάτεροι Θουκ. 3. 74· ἐφ’ ἑκάτερα ὁ αὐτ. 5. 73· καθ’ ἑκάτερα Ξεν. Ἀν. 5. 6, 7· ἐξ ἑκατέρων Λουκ. Ἔρωτ. 14.

English (Slater)

ἑκᾰτερος each of two, both Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (I. 8.28)

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἑκάτερος, -α, -ον)
1. κάθε ένας από τους δύο χωριστά, από μόνος του
2. έκαστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έκαστος, αν αναλυθεί σε έκα-στος + επίθημα -τερος (πρβλ. έτερος, πότερος κ.ά.)].

Greek Monotonic

ἑκάτερος: [ᾰ], -α, -ον, ο κάθε ένας από τους δύο, έκαστος, ο κάθε ένας ξεχωριστά από τους δύο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· στον ενικ., με ουσ. πληθ., όπως το Λατ. uterque, ταῦτα εἰπόντες ἀπῆλθον ἑκάτερος, σε Ξεν.· εκτός όταν το κάθε μέρος είναι στον πληθ., σε Πλάτ.

Middle Liddell


each of two, either, each singly, Hdt., etc.:—in sg., with a pl. noun, like Lat. uterque, ταῦτα εἰπόντες ἀπῆλθον ἑκάτερος Xen.; except when each party is a pl., Plat.

English (Woodhouse)

each of two, of two

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)