θετός

From LSJ
Revision as of 07:30, 27 March 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "D.S." to "D.S.")

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θετός Medium diacritics: θετός Low diacritics: θετός Capitals: ΘΕΤΟΣ
Transliteration A: thetós Transliteration B: thetos Transliteration C: thetos Beta Code: qeto/s

English (LSJ)

θετή, θετόν, (τίθημι)
A placed, set, E.IA251 (lyr.); having position, στιγμὴ οὐσία θετός Arist.APo.87a36.
II taken as one's child, adopted, Pi.O.9.62, E.Fr.359, etc.; θετὸν παῖδα ποιεῖσθαι Hdt.6.57, cf. Pl.Lg.929c; θετὸς γενέσθαι τινί or ὑπό τινος, Plu.Thes.13, App.BC 1.5; θετός, ὁ, adopted son, dub. in Is.3.69; θετή adopted daughter, Hsch.; also θ. πατήρ adoptive father, D.S.10.11.

German (Pape)

[Seite 1204] adi. verb. zu τίθημι, gesetzt, festgesetzt, bestimmt, Sp. – Bes. παῖς, υἱός, an Kindes Statt angenommen, adoptirt; Pind. Ol. 9, 67; θετὸν παῖδα ποιοῦμαι, ich nehme an Kindes Statt an, Her. 6, 57; θετὸν υἱὸν ποιήσασθαι Plat. Legg. XI, 929 c; Sp., wie Plut. Sol. 7. – Uebh. angenommen, fremd.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 posé, établi;
2 adopté, adoptif (enfant).
Étymologie: adj. verb. de τίθημι.

Russian (Dvoretsky)

θετός: [adj. verb. к τίθημι
1 установленный, укрепленный (φάσμα εὔσημον Eur.);
2 имеющий определенное положение в пространстве (μονάς Arst.);
3 сложный, составной, по друг. дополненный (οὐσία Arst.);
4 принятый в семью, усыновленный (υἱός Pind.): θετὸν παῖδα ποιεῖσθαι Her., Plat. усыновить ребенка; θ. γενέσθαι τινί Plut. быть усыновленным кем-л.

Greek (Liddell-Scott)

θετός: -ή, -όν, ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ τίθημι, τεθειμένος, τοποθετημένος, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 251· ἐν θέσει τινί, ἀντίθ. τῷ ἄθετος (ὃ ἴδε), Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 27. ΙΙ. τέκνον τινὸς κατὰ υἱοθεσίαν, υἱοθετηθείς, Πίνδ. Ο. 9. 95, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 366, Εὐριπ. Ἀποσπ. 361· θετὸν παῖδα ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 6. 57, Πλάτ. Νόμ. 929C· θετὸς γενέσθαι τινὶ ἢ ὑπό τινος Πλούτ. ἐν Θησ. 13, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 5· θετή, ἐξυπ. Θυγάτηρ, Ἡσύχ. 2) = προσποιητός, Ἐτυμ. Μ. 448. 21. ΙΙΙ. ὡς οὐσιαστ., θετόν, τό, μέρος τοῦ κεφαλοδέσμου γυναικός, Σχόλ. εἰς Ἀνθ. Π. 5. 270.

English (Slater)

θετός adopted εὐφράνθη τε ἰδὼν ἥρως θετὸν υἱόν (sc. Λοκρόν; i. e. fathered on him by Zeus) (O. 9.62)

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θετός, -ή, -όν) τίθημι
1. υιοθετημένος («θετός γιος», «θετή κόρη»)
2. φρ. α) «θετός πατέρας» — αυτός που έχει υιοθετήσει κάποιον
β) «θετή μητέρα» — αυτή που έχει υιοθετήσει κάποιον
μσν.
το αρσ. ως ουσ. ο θετός
το υιοθετημένο αγόρι
μσν.-αρχ.
τοποθετημένος, τακτοποιημένος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ θετόν
ο κεκρύφαλος, δικτυωτός κεφαλόδεσμος για τα γυναικεία μαλλιά.

Greek Monotonic

θετός: -ή, -όν, ρημ. επίθ. του τίθημι, υιοθετημένος, αυτός που θεωρείται σαν γνήσιο παιδί κάποιου, σε Πίνδ., Ηρόδ., κ.λπ.

Middle Liddell

θετός, ή, όν verb. adj. of τίθημι,]
taken as one's child, adopted, Pind., Hdt., etc.

Mantoulidis Etymological

(=τοποθετημένος, υἱοθετημένος). Ἀπό τό τίθημι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.