εὔλεκτρος

From LSJ
Revision as of 08:22, 2 February 2024 by Spiros (talk | contribs)

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔλεκτρος Medium diacritics: εὔλεκτρος Low diacritics: εύλεκτρος Capitals: ΕΥΛΕΚΤΡΟΣ
Transliteration A: eúlektros Transliteration B: eulektros Transliteration C: eylektros Beta Code: eu)/lektros

English (LSJ)

εὔλεκτρον,
A bringing wedded happiness, of Aphrodite, S.Tr.515 (lyr.), AP5.244 (Maced.).
2 a beauteous bride, S.Ant.796 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1078] mit schönem Bett; νύμφα, die schöne Braut, Soph. Ant. 791; Κύπρις, die ein schönes Ehebett gewährt, Tr. 513; so Maced. 7 (V, 245).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 dont la couche est désirable;
2 propice aux hymens.
Étymologie: εὖ, λέκτρον.

Russian (Dvoretsky)

εὔλεκτρος:
1 прелестный, желанный (νύμφη Soph.);
2 благоприятствующий браку, сулящий счастливый брак (Κύπρις Soph.).

Greek (Liddell-Scott)

εὔλεκτρος: -ον, παρέχων συζυγικὴν εὐτυχίαν, ἐπὶ τῆς Ἀφροδίτης, Σοφ. Τρ. 515, Ἀνθ. Π. 5. 545 · ἐπὶ νύμφης, ὡραία, Σοφ. Ἀντ. 795.

Greek Monolingual

εὔλεκτρος, -ον (Α)
1) (για την Αφροδίτη) αυτός που παρέχει συζυγική ευτυχία
2. (για νύφη) ωραία («ἵμερος εὐλέκτρου νύμφας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + λέκτρον «κλίνη (συζυγική)» (< λέχομαι «πλαγιάζω»)].

Greek Monotonic

εὔλεκτρος: -ον (λέκτρον), αυτός που προσφέρει, παρέχει συζυγική ευτυχία, αυτός που ευλογεί τον γάμο, σε Σοφ.

Middle Liddell

εὔ-λεκτρος, ον λέκτρον
bringing wedded happiness, blessing marriage, Soph.