παιπαλόεις
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
English (LSJ)
παιπαλόεσσα, παιπαλόεν, Ep. word,
A rugged, ὄρος Il.13.17; σκοπιά Od.10.97, 148, 194; of mountain-paths, ὁδός Il.12.168, Od.17.204; ἀταρπός Il.17.743; of rocky islands, 13.33, Od.3.170, 4.671, 11.480, al., h.Ap.172, A.R.4.1635; βῆσσαι Hes.Th.860 (nisi leg. Αἴτνης παιπαλοέσσης).
{{pape |ptext=[Seite 443] εσσα, εν, bei Hom. Beiw. von ὄρος, Il. 13, 17, Ἴμβρος, 24, 78, Ἶθάκη, Od. 4, 845 u. öfter, Σάμος, 4, 671, σκοπιή, 10, 97, ἀταρπός, Il. 17, 743, ὁδός, 12, 168; βῆσσαι, Hes. Th. 860; Μίμας, Κύνθος, H. h. Apoll. 39. 141; Κάρπαθος, Ap. Rh. 4, 1635; gew. rauh, schroff, jäh erkl., denn die genannten Inseln sind alle felsig, u. der Pfad ein steiler Bergpfad (nur ὁδός wurde von den Alten auch auf παιπάλη zurückgeführt und »staubig« erklärt); die Ableitung ist aber schwierig und der Zusammenhang mit αἰπύς, das man gew. als Stamm annimmt, [[unklar; richtiger führt man es auf πάλλω zurück mit Herm. zu H. h. Apoll. 39, u. bes. Lucas Progr. von Bonn 1841, der von πάλλω, vom Schleudern des Blitzes im Zickzack, ausgehend, gezackt erkl., βῆσσαι, die im Zickzack sich schlängelnden Thäler, u. so auch die Felsenpfade, wie die Felseninseln, die von weitem bes. den Anblick vielzackiger Höhen gewähren. Die Meinungen der alten Gramm. (E. M. 658, 2) sind sehr verschieden u. unhaltbar, auch die Ableitung von πάλη, wie δυσπαλής, raub, mühsam, schwierig, ist unhaltbar. }}
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
rocailleux, raboteux, ou selon d'autres, sinueux, tortueux.
Étymologie: R. Παλ agiter, avec redoubl.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παιπαλόεις -όεσσα -όεν [παιπάλη?, πάλλω?] rotsachtig, ruw.
Russian (Dvoretsky)
παιπᾰλόεις: όεσσα, όεν каменистый, скалистый утесистый (Ἰθάκη, ὄρος, σκοπιή, ὁδός Hom.; Κύνθος HH; βῆσσαι Hes.).
English (Autenrieth)
εσσα, εν: doubtful word, rugged, rough, epithet of mountains and roads.
Greek Monolingual
παιπαλόεις, -εσσα, -εν (Α)
(πικ. τ.)
1. τραχύς, απότομος, απόκρημνος («ἐξ ὄρεος κατεβήσετο παιπαλόεντος», Ομ. Ιλ.)
2. (σχετικά με ορεινές οδούς ή ατραπούς) αυτός που έχει πολλές στροφές, ανώμαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παιπάλη.
Greek Monotonic
παιπᾰλόεις: -εσσα, -εν, βραχώδης, πετρώδης, παλιά Επικ. λέξη αμφίβ. προέλ., επίθ. που λέγεται για λόφους, μονοπάτια δασών και βραχώδη νησιά, σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
παιπαλόεις: εσσα, εν, ἀρχαία Ἐπικ. λέξις ἀδήλου σημασίας· παρ’ Ὁμ. ἐπίθ. τῶν ὀρέων, ὄρος Ἰλ. Ν. 17· σκοπιὰ Ὀδ. Κ. 97, 148, 194· ἐπὶ ὀρεινῶν ὁδῶν ἢ ἀτραπῶν, ὁδὸς Ἰλ. Μ. 168, Ὀδ. Ρ. 204· ἀταρπὸς Ἰλ. Ρ. 743· ἐπὶ τῶν βραχωδῶν νήσων Ἴμβρου, Χίου, Σάμου, Ἰθάκης Ἰλ. Ν. 33, Ὀδ. Γ. 170, Δ. 671, Λ. 480, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 172· ἐπὶ τοῦ ἀκρωτηρίου Μίμαντος καὶ τοῦ ὄρους Κύνθου, Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 39, 141· παρ’ Ἡσιόδῳ π. βῆσσαι Θεογον. 860· - ἡ καθόλου ἔννοια ἥτις μάλιστα ἁρμόζει εἰς πάντα ταῦτα τὰ παραδείγματα εἶναι, κρημνώδης, πετρώδης, ἀπορρώξ, ἀλλ’ ἡ ἀρχὴ αὐτῆς εἶναι παντάπασιν ἄγνωστος· ὁ Schneid. παραβάλλει τὴν λέξ. πρὸς τὸ δυσπαλής, dif-ficilis.
Middle Liddell
παιπᾰλόεις, εσσα, εν
craggy, rugged, old epic word of uncertain origin, epithet of hills, mountain-paths, and rocky islands, Hom.