γλῶσσα

From LSJ
Revision as of 19:24, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)
Menander, Sententiae, 456
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλῶσσα Medium diacritics: γλῶσσα Low diacritics: γλώσσα Capitals: ΓΛΩΣΣΑ
Transliteration A: glō̂ssa Transliteration B: glōssa Transliteration C: glossa Beta Code: glw=ssa

English (LSJ)

Ion. γλάσσα, Herod.3.84, al., SIG1002.7 (Milet.), Schwyzer 692 (Chios), Att. γλῶττα, ης, ἡ,

   A tongue, Od.3.332, etc.    b γ. λάρυγγος, = γλωττίς, larynx, Gal.UP7.13.    2 tongue, as the organ of speech, γλώσσης χάριν through love of talking, Hes.Op.709, A.Ch. 266; γλώσσῃ ματαίᾳ Id.Pr.331, cf.Eu.830; γλώσσης ἀκρατής Id.Pr.884 (lyr.); μεγάλης γ. κόμποι S.Ant.128; γλώσσῃ δεινός, θρασύς, Id.OC806, Aj.1142; ἡ γ. ὀμώμοχ' ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος E.Hipp.612: with Preps., ἀπὸ γλώσσης by frankness of speech, Thgn.63; φθέγγεσθαι Pi.O.6.13 (but ἀπὸ γ. ληίσσεται, opp. χερσὶ βίῃ, of fraud opp. violence, Hes. Op.322); also, by word of mouth, Hdt.1.123, Th.7.10, Arr.An.2.14.1; τῷ νῷ θ' ὁμοίως κἀπὸ τῆς γ. λέγω S.OC936; τὰ γλώσσης ἄπο, i.e. our words, E.Ba.1049; ἀπὸ γ. φράσω by heart, opp. γράμμασιν, Cratin.122; οὐκ ἀπὸ γλώσσης not from mere word of mouth, but after full argument, A.Ag.813; μὴ διὰ γλώσσης without using the tongue, E.Supp.112; ἐν ὄμμασιν . . δεδορκὼς κοὐ κατὰ γλῶσσαν κλύων S.Tr. 747:—phrases: πᾶσαν γλῶτταν βασάνιζε try every art of tongue, Ar. V.547; πᾶσαν ἱέναι γλῶσσαν let loose one's whole tongue, speak withoutrestraint, S.El.596; πολλὴν γ. ἐγχέας μάτην Id.Fr.929; κακὰ γ. slander, Pi.P.4.283: pl., ἐν κερτομίοις γλώσσαις, i.e. with blasphemies, S.Ant.962 (lyr.), cf.Aj.199 (lyr.): βοῦς, κ ῇς ἐπὶ γλώσσῃ, v. βοῦς, κλείς.    3 of persons, one who is all tongue, speaker, of Pericles, μεγίστη γ. τῶν Ἑλληνίδων Cratin.293, cf. Ar.Fr.629 (s. v. l.).    4 ἡ γ. τοῦ ταμιείου the advocacy of the fiscus, Philostr. VS2.29.    II language, ἄλλη δ' ἄλλων γ. μεμιγμένη Od.19.175, cf. Il.2.804; γλῶσσαν ἱέναι speak a language or dialect, Hdt.1.57; γ. Ἑλληνίδα, Δωρίδα ἱέναι, Id.9.16, Th.3.112, cf. A.Pers.406, Ch.564; γλῶσσαν νομίζειν Hdt.1.142, 4.183; γλώσσῃ χρῆσθαι Id.4.109; κατὰ τὴν ἀρχαίαν γ. Arist.Rh.1357b10; dialect, ἡ Ἀττικὴ γ. Demetr.Eloc.177; but also Δωρὶς διάλεκτος μία ὑφ' ἥν εἰσι γ. πολλαί Tryph. ap. Sch.D.T.p.320 H.    2 obsolete or foreign word, which needs explanation, Arist. Rh.1410b12, Po.1457b4, Plu.2.406f: hence Γλῶσσαι, title of works by Philemon and others.    3 people speaking a distinct language, LXX.Ju.3.8 (pl.), interpol. in Scyl.15.    III anything shaped like the tongue (cf. γλῶσσαι ὡσεὶ πυρός Act.Ap.2.3).    1 in Music, rced or tongue of a pipe, Aeschin.3.229, Arist.HA565a24, Thphr.HP4.11.4, etc.    2 tongue or thong of leather, shoe-latchet, Pl.Com.51, Aeschin.Socr.57.    3 tongue of land, App.Pun.121, cf. 95.    4 ingot, γ. χρυσῆ LXX Jo.7.21.    5 marking on the liver, in divination, Hsch. (γλῶσσα from γλωχ-y[acaron], cf. γλώξ, γλωχίς; γλάσσα from *γλᾰχ-y[acaron], weak grade of same root.)

Greek (Liddell-Scott)

γλῶσσα: Ἀττ. γλῶττα, ης, ἡ, ἡ γλῶσσα, ὡς μέλος τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος, Ὅμ., κτλ.· γλώσσας τάμνειν καὶ ἐν πυρὶ βάλλειν, τὸ κόπτειν τὰς γλώσσας τῶν θυμάτων καὶ καίειν αὐτὰς μετὰ τὸ δεῖπνον ἐγίνετο εἰς τιμὴν τοῦ Ἑρμοῦ, Ὀδ. Γ. 332, 341, ἀλλ’ ὅμως ἴδε Nitzsch ἐν τόπῳ. 2) ἡ γλῶσσα ὡς τὸ ὄργανον τοῦ λόγου, γλώσσης χάριν, ἐξ ἀγάπης πρὸς τὰς ὁμιλίας, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 707, Αἰσχύλ. Χο. 266· γλώσσῃ ματαίᾳ ὁ αὐτ. Πρ. 329, πρβλ. Εὐμ. 830· γλώσσης ἀκρατὴς ὁ αὐτ. Πρ. 884· μεγάλης γλ. κόμποι Σοφ. Ἀντ. 127· γλώσσῃ δεινός, θρασὺς ὁ αὐτ. Ο. Κ. 806, Αἴ. 1142·― μετὰ προθέσ., ἀπὸ γλώσσης, δι’ ἐλευθέρας χρήσεως τῆς γλώσσης, κατ’ ἐλευθεροστομίαν, ὡς τὸ παρρησίᾳ, Θέογν. 63, Πίνδ. Ο. 6. 19· ἀλλ’ ὡσαύτως ἁπλῶς ὡς τὸ ἀπὸ στόματος, προφορικῶς, Ἡρόδ. 1. 123, Θουκ. 7. 10· τῷ νῷ θ’ ὁμοίως κἀπὸ τῆς γλ. Σοφ. Ο. Κ. 936· τὰ γλώσσης ἄπο, δηλ. οἱ λόγοι ἡμῶν, Εὐρ. Βάκχ. 1049· ἀντίθ. τῷ γράμμασιν, Κρατῖν. Νομ. 1· οὐκ ἀπὸ γλώσσης, οὐχὶ ἐξ ἁπλοῦ λόγου τοῦ στόματος, οἷον τῆς γλώσσης συνηγόρου, ἀλλ’ ἐκ τῶν πραγμάτων, κατὰ τὸ ἀληθές, Αἰσχύλ. Ἀγ. 813· οὕτω, μὴ διὰ γλώσσης, ἄνευ χρήσεως τῆς γλ., Εὐρ. Ἱκέτ. 112· ἐν ὄμμασιν… δεδορκὼς κοὐ κατὰ γλῶσσαν κλύων Σοφ. Τρ. 747.― Φράσεις: πᾶσαν γλῶτταν βασάνιζε, δοκίμαζε πᾶσαν τέχνην τῆς γλώσσης, Ἀριστοφ. Σφηξ. 547· πᾶσαν ἱέναι γλῶσσαν, ἀφίνω ἐλευθέραν ὅλην μου τὴν γλῶσσαν, δηλ. ὁμιλῶ ἄνευ φόβου καὶ περιορισμοῦ, Σοφ. Ἠλ. 596· πολλὴν γλ. ἐγχέαι ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 668· κακὴ γλ., κακολογία, συκοφαντία, Πίνδ. II.4. 505· πληθ., κερτομίοις γλώσσαις, δηλ. μετὰ βλασφημιῶν, Σοφ. Ἀντ. 962, πρβλ. Αἴ. 199·― περὶ τοῦ βοῦς ἐπὶ γλώσσῃ, κλῂς ἐπὶ γλ., ἴδε ἐν λ. βοῦς, κλείς. 3) ἐπὶ προσώπων, ἄνθρωπος ὅστις εἶναι ὅλος γλῶσσα, ἀγορητής, ῥήτωρ· ἐπὶ τοῦ Περικλέους, Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 4. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 719. ΙΙ. γλῶσσα ἥν λαλεῖ τις, ἄλλη δ’ ἄλλων γλῶσσα, μεμιγμένη Ὀδ. Τ. 175, πρβλ. Ἰλ. Β. 804· γλῶσσαν ἱέναι, ὁμιλεῖν γλῶσσαν ἢ διάλεκτον, Ἡρόδ. 1. 57., 9. 16, Θουκ. 3. 112, πρβλ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 406, Χο. 564· οὕτω γλῶσσαν νομίζειν Ἡρόδ. 1, 142., 4. 183· γλώσσῃ χρῆσθαι ὁ αὐτ. 4. 109· κατὰ τὴν ἀρχαίαν γλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 2, 17. 2) ἄχρηστος, ἀπηρχαιωμένη, ἢ ξένη λέξις, ἥτις χρῄζει ἑρμηνείας, αὐτ. 3. 3, 2, Ποιητ. 21, 6, πρβλ. Λουκ. Λεξιφ. 25· πρβλ. γλώσσημα καὶ ἴδε λέξις ΙΙ. 2. ΙΙΙ. πᾶν ὅ,τι ἔχει τὸ σχῆμα τῆς γλώσσης (πρβλ. γλώσσημα). 1) ἐν τῇ μουσικῇ ἡ γλωττὶς τοῦ αὐλοῦ, Αἰσχίν. 86. 29, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 10, 9, κτλ. 2) τὸ γλωσσοειδὲς λωρίον τῶν ὑποδημάτων, Λατ. lingula, Πλάτ. Κωμ. Διὶ Κακ. 4. 3) γλῶσσα γῆς, Ἄννα Κομν. (Παραγωγὴ ἀμφίβολος, πρβλ. γλώξ, γλωχίς.)

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
att. γλῶττα,
langue, particul. :
1 langue des hommes et des animaux;
2 langue, organe de la parole;
3 langue, langage, idiome : γλῶσσαν ἱέναι HDT parler une langue ; γλῶσσαν νομίζειν HDT, γλῶσσῃ χρῆσθαι HDT employer une langue, un idiome ; particul. langue ou locution archaïque ou provinciale : κατὰ γλῶσσαν γράφειν LUC employer dans son style des expressions surannées ou provinciales ; pl. γλῶσσαι Ὁμηρικαί glossaire d’Homère, de Zénodote d’Éphèse;
4 languette d’un instrument à vent, anche (flûte, etc.).
Étymologie: cf. γλωχίς.