αἴτιος
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
English (LSJ)
α, ον, more rarely ος, ον Ar.Pl.547: (v. αἰτία):—
A culpable, responsible, ἐπεὶ οὔ τί μοι αἴτιοί εἰσιν Il.1.153, cf. B.10.34, Hdt.7.214: Comp. αἰτιώτερος Th.4.20: Sup., τοὺς αἰτιωτάτους the most guilty, Hdt.6.50; αἰ. τινος Id.3.52. 2 Subst., αἴτιος, ὁ, the accused, the culprit, A.Ch.70, etc.; οἱ αἴ. τοῦ πατρός they who have sinned against my father, ib.273:—c. gen. rei, οἱ αἴ. τοῦ φόνου ib.117, cf. S.Ph.590, Hdt.4.200. II responsible for, c. gen. rei, Hdt.1.1, etc. ; αἴτιός τινός τινι being the cause of a thing to a person, Lys.13.57, cf. D.23.54, Isoc.8.100: c. inf., αἴ. τὸν ἠέρα ξηρὸν εἶναι Hdt.2.26; τοῦ μὴ φαλακροῦσθαι Id.3.12, etc.; αἴ. θανεῖν S.Ant.1173; αἰ. πεμφθῆναι ἄγγελον Antipho 5.23, cf. Lys.13.82; αἴτιος τὸ σὲ ἀποκρίνασθαι Pl.La.190e: Comp., τοῦ . . ἐλευθέραν εἶναι . . αἰτιώτερον D.24.5, cf. 51.21: Sup. αἰτιώτατος, ἐν τῷ στενῷ ναυμαχῆσαι mainly instrumental in causing the sea-fight, Th.1.74; αἰ. τοῦ μὴ ἀποθανεῖν D.20.42; -ώτατόν τι καὶ τελέως δραστικόν Phld.D.1.23. 2 αἴτιον, τό, cause, Hp.VM6 (pl.), 21, Hdt.7.125, E.IA939, Th.4.26, etc.; τί ποτ' οὖν ἐστι τὸ αἴτιον τό . . μηδένα εἰπεῖν; D.8.56; freq. in Philos., τὸ δ' αἴ. τούτου εἶναι ὅτι . . Pl.Phd.11oe, etc.
Greek (Liddell-Scott)
αἴτιος: -α, -ον, σπανιώτερον ος, ον, Ἀριστοφ. Πλ. 547: (ἴδε αἰτία). Ἄξιος μομφῆς, ἔνοχός τινος, ἐπεὶ οὔ τι μοι αἴτιοί εἰσιν, Ἰλ. Α. 153, πρβλ. Γ. 164, Ἡρόδ. 7. 214: συγκρ. αἰτιώτερος, μᾶλλον ἔνοχος, Θουκ. 4. 70: - ὑπερθ. τοὺς αἰτιωτάτους, τοὺς μάλιστα ἐνόχους, Ἡρόδ. 6. 50· αἴτ. τινος, ὁ πρὸ πάντων ἄξιος μομφῆς διά τι πρᾶγμα, ὁ αὐτ. 3. 52. 2) ὡς ουσιαστ. αἴτιος, ὁ, ὁ κατηγορούμενος, ὁ ὑπόδικος, Λατ. reus, Αἰσχύλ. Χ. 68, κτλ., οἱ αἴτιοι τοῦ πατρός, οἱ ἁμαρτάνοντες ἐναντίον τοῦ πατρός μου, αὐτοθι 273: - μ. γεν. πράγματος, οἱ αἴτ. τοῦ φόνου, Αἰσχ. Χο. 117· πρβλ. Σοφ. Φ. 590, Ἡρόδ. 4. 200, καὶ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλ. ΙΙ. ὁ ὑπεύθυνος διά τι, ἡ πηγή, ἀρχή, αἰτία τινός, μετὰ γεν. πράγματος, Ἡρόδ. 1. 1, κτλ· αἴτιός τινός τινι, ὁ ὢν ἡ πηγὴ καὶ αἰτία πράγματός τινος εἴς τινα, Λυσ. 135. 10, Ἰσοκρ. 179C. μετ’ ἀπαρεμ. μετὰ ἢ ἄνευ τοῦ ἄρθρου, αἴτιος τοῦ ποιεῖν, Ἡρόδ. 2. 26., 3. 12, κτλ., αἴτιος θανεῖν, Σοφ. Ἀντ. 1173· αἴτ. πεμφθῆναι ἄγγελον, Ἀντιφῶν 132. 14: - συγκρ., τοῦ ἐλευθέραν εἶναι ... αἰτιώτερον, Δημ. 701, 11· πρβλ. 1234. 8: ὑπερθ. αἰτιώτατος ἐν τῷ στενῷ ναυμαχῆσαι, ὁ κυρίως καὶ κατ’ ἐξοχὴν αἴτιος τοῦ νὰ γείνῃ ἡ ναυμαχία ἐν τῷ στενῷ, Θουκ. 1. 74· πρβλ. Ἡρόδ. 3. 52· αἴτ. τοῦ μὴ ἀποθανεῖν, Δημ. 469, 25. 2) αἴτιον, τό, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν. Συχνὸν παρὰ Πλάτ. κτλ., τί ποτ’ οὖν ἐστι τὸ αἴτιον τοῦ ... μηδένα εἰπεῖν; τίς εἶναι ἡ αἰτία νὰ ...; Δημ. 103. 17, ἔνθα ἴδε Δινδ., τοῦτο αἴτιον ὅτι ..., Πλάτ. Φαίδων 110E, κτλ.: εἶναι ἐν χρήσει, ὡς τὸ αἰτία, ΙΙ. ὅρα τοὺς Πίνακας (indices,) Πλάτ. καὶ Ἀριστοτέλους.
French (Bailly abrégé)
α, poét. ος, ον :
1 qui est la cause, l’auteur, le responsable de : τινος de qch ; τινός τινι ISOCR de qch pour qqn ; αἴτιος θανεῖν SOPH qui est cause que qqn est mort ; subst. τὸ αἴτιον la cause;
2 coupable, accusé : τινος coupable ou accusé de qch ; τοῦ πατρὸς αἴτιοι ESCHL coupables au sujet de leur père, responsables du meurtre de leur père ; subst. ὁ αἴτιος l’accusé.
Étymologie: DELG αἴνυμαι.
English (Autenrieth)
(αἰτίᾶ): to blame, guilty; οὔ τί μοι αἴτιοί εἰσιν, ‘I have no fault to find with them,’ Il. 1.153, so Od. 2.87.