γάλα
ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
English (LSJ)
[], τό, gen. γάλακτος (also γάλακος, dat.
A γάλακι Call.Hec. 1.4.4, prob. in Pherecr.108.18, cf. An.Ox.4.338), also τοῦ γάλα indecl., Pl.Com.238: dat. pl. γάλαξι Pl.Lg.887d. (For γλακτ-, cf. Lat.lac for glact):—milk, ἀμελγόμενοι γ. λευκόν Il.4.434, cf. Od.4.88, etc.; εὔποτον γ., εὐτραφὲς γ., A.Pers.611, Ch.898; ἐν γάλακτι ὤν, τεθραμμένη, at the breast, E.HF1266, Pl.Ti.81c; ἐν γάλαξι τρέφεσθαι Id.Lg.l.c. (so metaph., ἐν σπαργάνοις καὶ γάλαξιν εἶναι, of art, Ael.VH 8.8); διδόναι γάλα X.Cyn.7.4; ἐμπλῆσαι γάλακτος to fill full of milk, Theoc.24.3: metaph., οἶνος, Ἀφροδίτης γ. Ar.Fr.596. 2 ὀρνίθων γ. (ὄρνιθος γάλα, = ὀρνιθόγαλον, Nic.Fr.71.5, Dsc.2.144), prov. of rare and dainty things, Ar.V.508, Av.734, Mcn.936; τὸ λεγόμενον, σπανιώτατον πάρεστιν ὀρνίθων γ. Mnesim.9, cf. Ach. Tat.Intr.Arat. 4 (expld. by Anaxag.22 as white of egg, cf. Sch.Luc.Merc.Cond. 13). 3 ἀγαθὸν γ. a good wet-nurse, Call.Epigr.51; οὐδ' εἰ γ. λαγοῦ εἶχον . . καὶ ταὧς, κατήσθιον Alex.123. II milky sap of plants, Thphr.HP6.3.4, etc. III the milky way, Parm.11, Arist.Mete. 345a12, Arat.476; but ὁ τοῦ γάλακτος κύκλος Euc.Phaen.p.4M., Gem.5.69.
German (Pape)
[Seite 470] ακτος, τό (nach Eust. Od. 1761, 38 u. 1818, 24 auch γάλατος, wonach Dind. u. Mein. in Pherecrat. frg. bei Ath. VI, 269 a γάλατι für γάλακτι schreiben wollen; γάλα gen. aus Plat. com., s. Eust. Il. p. 961, 51; – vgl. lac, γλάγος), 1) Milch, von Menschen u. Thieren, von Hom. an überall; Hom. γάλα λευκόν Iliad. 4, 434. 5, 902; λευκοῖο γάλακτος Odyss. 9, 246; vom μῶλυ Odyss. 10, 304 ῥίζῃ μὲν μέλαν ἔσκε, γάλακτι δὲ εἴκελον ἄνθος; γλυκεροῖο γάλακτος Odyss. 4, 88; αἰεὶ παρέχουσιν ἐπηετανὸν γάλα θῆσθαι Odyss. 4, 89; vom Kyklopen ἀνδρόμεα κρέ' ἔδων καὶ ἐπ' ἄκρητον γάλα πίνων Odyss. 9, 297. – Pind. N. 3, 75 u. Folgde; γάλα ἔχειν, γάλα δοῦναι, ἐν γάλακτι τρέφεσθαι, von Säuglingen, Plat. Tim. 81 c; auch plur., ἐν γάλαξι Legg. X, 887 d; vgl. Ael. H. A. 8, 8; ἐν γάλακτι εἶναι Eur. Herc. Fur. 1269; übertr., die Amme, Callim. 43 (VII, 458). – 2) der Saft von Pflanzen, = ὀπός, Medic. – 3) die Milchstraße, οὐράνιον Parmenid. frg. Arist. Meteorl. 1, 8. – 4) ὀρνίθων γάλα, was bei Nic. Ath. IX, 371 c eine Pflanze ist, wird sprichwörtlich von seltenen leckeren Speisen u. übh. von auserlesenen Glücksgütern gebraucht, Ar. Vesp. 508 u. öfter; nach Schol. Av. 733 ἐπὶ τῶν λίαν εὐδαιμονούντων – ἢ ἐπὶ τῶν σπανίων καὶ δυσευρέτων ἀγαθῶν; vgl. Luc. Merc. cond. 13, Strab. XIV, 1, 15, bes. Diogen. 3, 92.
Greek (Liddell-Scott)
γάλα: [υυ], τό, γεν. γάλακτος, ὡσαύτως γάλατος Φερεκρ. Μεταλλ. 1. 18 (ἴδε Meineke ἐν τόπῳ, Δινδ. Εὐρ. Φοιν. 1527, πρβλ. γαλατοθρέμμων)· ὡσαύτως τοῦ γάλα ἄκλ., Πλάτ. Κωμ. Ἀδήλ. 39 (ἔνθα ἴδε Meineke)· δοτ. πληθ. γάλαξι Πλάτ. Νόμ. 887D. (Ὁ τύπος γάλακτ φαίνεται ἐν τῷ Λατ. lact (lac), μετὰ προθεματικοῦ γα· πρβλ. ὡσαύτως γλάγος, γάλατος· εἶναι δύσκολον νὰ μὴ πιστεύσῃ τις ὅτι τὸ Γοτθ. m:-luk-s (ἀγγλ. milk) εἶναι τύπος ἰσοδύναμος, ἐν ᾗ περιπτώσει τὰ ἀμέλγω, mulgeo, θὰ ὦσι συγγενῆ πρὸς τὴν προκειμένην λέξιν).
Γάλα, ὡς καὶ παρ’ ἡμῖν, Ὅμ., κλπ.· εὔποτον γ. εὐτραφὲς γ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 611, Χο. 898· ἐν γάλακτι εἶναι, γενέσθαι, εἶμαι «εἰς τὸ βυζί», Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1266, Πλάτ. Τιμ. 81C· ἐν γάλαξι τρέφεσθαι ὁ αὐτ. Νόμ. ἔνθ’ ἀνωτ.· γάλα δοῦναι Ξεν. Κυν. 7, 4· ἐμπλῆσαι γάλακτος, νὰ γεμίσῃ ἐντελῶς μὲ γάλα, Θεόκρ. 24. 3· μεταφ. -οἶνος, Ἀφροδίτης γάλα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 490.2) ὀρνίθων γάλα (ὄνομα φυτοῦ τινος, Νικ. παρ’ Ἀθην. 371C, πρβλ. ornithogalum), ἀλλὰ τὸ πλεῖστον παροιμιωδῶς ἐπὶ σπανίων καὶ πολυτελῶν πραγμάτων, ὡς παρ’ ἡμῖν «τοῦ πουλιοῦ τὸ γάλα», Ἀριστοφ. Σφηξ. 508, Ὄρν. 733, ἔνθα ἴδε Σχόλ., Στράβ. 637· οὕτως, οὐδ’ εἰ γάλα λαγοῦ εἶχον ... καὶ ταῶς, κατήσθιον Ἄλεξ. Λαμπ. 1· οὕτω παρὰ Πλινίῳ, gallinacei lactis haustus, οὕτω καὶ παρ’ Ἄγγλοις παροιμιωδῶς «pigeon’s milk».
ΙΙ. ὁ ὀπὸς φυτῶν τινων, οἷον τῶν θριδάκων (μαρουλίων), Ἀριστ. Φυτ. 2. 9, 11, Θεόφρ. Ι. Φ. 6. 3, 4, κτλ.ΙΙΙ. τὸ γάλα, ὁ γαλαξίας ἐν οὐρανῷ, Ἀναξαγ. και ἀλλ.· παρ’ Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 8, 4, πρβλ. 1. 1, 2., 1. 6, 1.
French (Bailly abrégé)
γάλακτος (τό) :
lait.
Étymologie: pour *γλακτ-, *γλακτος ; cf. lat. lac, anc. lat. lact, gén. lactis, de *glact, *glactis.
English (Autenrieth)
γάλακτος: milk.