δοκιμάζω
Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein
English (LSJ)
(δόκιμος)
A assay, test, πορφύραν καὶ χρυσόν Isoc.12.39; τοὺς οἴνους Arist.EN1118a28; τὰ νομίσματα Id.HA491a21:—Med., prove for oneself, choose, χώραν X.Oec.8.10, cf. Men.532.11 (dub.):— Pass., ἐπειδὰν τὸ ἔργον . . δοκιμασθῇ CIG2266.15 (Delos). 2 of persons, δ. αὐτούς put them to the test, make trial of them, Isoc.2.50; δ. τοὺς μηνυτάς Th.6.53; φίλους X.Mem.2.6.1, cf. PEleph.1.8 (iv B. C.), etc.; also of Apis-bulls, Hdt.2.38. II approve, sanction, μετὰ δεδοκιμασμένου [λόγου] μὴ ξυνέπεσθαι Th.3.38; ἐψηφίσασθε δοκιμάσαντες τοὺς νόμους, εἶτ' ἀναγράψαι τούτους οἳ ἂν δοκιμασθῶσι And.1.82; ἄρρενας ἔρωτας Plu.2.11e; ὅπῃ ταύτῃ ἀρετὴ δοκιμάζεται Pl.R.407c: c. inf., ἐκπονεῖν ἐδοκίμαζε he approved of their working, X.Mem.1.2.4; ἐπειδή . . ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν Th.2.35. 2 as a political term, a approve after scrutiny as fit for an office, Lys.16.3, Pl.Lg.759d, Arist.Ath.45.3:—Pass., to be approved as fit, Lys.15.6, etc.; δοκιμασθεὶς ἀρχέτω Pl.Lg.765b; μου δοκιμαζομένου when I was undergoing a scrutiny, D.21.111; δεδοκιμασμένος [ἰατρός] PFay.106.24 (ii A. D.), cf. PGnom.201 (ii A. D.): metaph., ὃν ὁ Ἥφαιστος ἐδοκίμασεν OGI90.3 (ii B. C.); ὑπὲρ τοῦ στεφανωθῆναι δοκιμάζομαι D.18.266. b pass as fit to serve, ἱππεύειν δεδοκιμασμένος Lys.14.22, cf. X.An.3.3.20, IG22.1126.15, 1369. c examine and admit boys to the class of ἔφηβοι or ἔφηβοι to the rights of manhood, Ar.V.578 (Pass.), Arist.Ath.42.2, etc.; ἕως ἐγὼ ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην D.27.5; εἰς ἄνδρας δεδοκιμασμένοι Isoc.12.28. d test an orator's right to speak (cf. δοκιμασία 4), AB310. 3 c. inf., think fit to do, Luc. Bis Acc.31, J.AJ2.7.4, etc.: with neg., refuse to do, Ep.Rom.1.28: abs., BGU248.19 (i A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 653] prüfen, die Aechtheit einer Sache untersuchen; τὴν πορφύραν καὶ τὸν χρυσὸν θεωροῦμεν καὶ δοκιμάζομεν Isocr. 12, 39; δοκίμαζε τοὺς φίλους ἐκ τῆς περὶ τὸν βίον ἀτυχίας, dem nachher βασανίζω entspricht, 1, 25; τοὺς μηνυτάς Thuc. 6, 53; τοὺς οἴνους Arist. Eth. 3, 13. – Dah. = als erprobt annehmen, billigen, annehmen, probare; τί, Xen. Mem. 1, 2, 4; δεδοκιμασμένος παρ' ἐμοί Plat. Ep. III, 316 c; ἐπειδὴ δὲ τοῖς πάλαι οὕτως ἐδοκιμάσθη, ταῦτα καλῶς ἔχειν, da sie dies gebilligt, geurtheilt haben, Thuc. 2, 35, Schol. ἐκρίθη; so bes. bei Sp. öfter. – In Athen a) von der Reuterei, mustern, d. i. prüfen, ob Einer unter der Reuterei dienen kann; δεδοκιμασμένος ἱππεύειν Lys. 14, 22, woran Xen. An. 3, 5, 20 ἵπποι καὶ ἱππεῖς έδοκιμάσθησαν εἰς πεντήκοντα, prüfen, u. auswählen, erinnert. – b) bei dem, der sich um ein Staatsamt bewirbt und durch das Loos dazu bestimmt ist, untersuchen, ob er die gesetzlichen Bestimmungen über die Geburt u. dergl. erfüllt, und dann die Wahl bestätigen; δοκιμάζειν τὸν ἀεὶ λαγχάνοντα, πρῶτον μὲν ὁλόκληρον καὶ γνήσιον κ. τ. λ. Plat. Legg. VI, 579 c; δοκιμασθεὶς ἀρχέτω ibd. 765 b; δοκιμάζονται οἱ στρατηγοί Lys. 15, 6. 16, 3, u. öfter; u. a. Redner; ἡ ἐν Ἁρείῳ πάγῳ βουλὴ ἐκ τῶν δεδοκιμασμένων καθίσταται Xen. Mem. 3, 5, 20. – c) unter die ἔφηβοι, d. i. unter die Männer nach vorangegangener Prüfung der rechtlichen Ansprüche des Bürgers (vgl. Ar. Vesp. 578) aufnehmen; εἰς ἄνδρας δ., Lys. 32, 9; ἕως ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην Dem. 27, 5, d. i. für mündig erklärt werden; vgl. Isocr. 16, 29; Harpocr. erkl. δοκιμασθείς· εἰς ἄνδρας ἐγγραφείς. – Med., Men. Stob. fl. 72, 2.
Greek (Liddell-Scott)
δοκιμάζω: μέλλ. -άσω, (δόκιμος) ὑποβάλλω εἰς δοκιμὴν ἢ δοκιμασίαν μέταλλα, ὅπως ἴδω ἂν εἶνε καθαρά, γνήσια, Ἰσοκρ. 240D· οὕτω, δ. πορφύραν αὐτόθι· τοὺς οἴνους Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 10, 9· τὰ νομίσματα ὁ αὐτ. Ἱ. Ζ. 1. 6, 11. -Παθ., ἐπειδὰν τὸ ἔργον… δοκιμασθῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2266. 15. -Μέσ., δοκιμάζω δι’ ἐμαυτόν, ἐκλέγω, χώραν Ξεν. Οἰκ. 8, 10, πρβλ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 3. 11. 2) ἐπὶ προσώπων, δ. αὐτούς, ὑποβάλλω εἰς δοκιμασίαν, ἐξετάζω, ἐρευνῶ, Λατ. examinare, Ἡρόδ. 2. 38· δ. τοὺς μηνυτὰς Θουκ. 6. 53· φίλους Ξεν. Ἀπομν. 2. 6, 1. ΙΙ. ὡς ἀποτέλεσμα τῆς τοιαύτης δοκιμῆς, ἐπιδοκιμάζω, ἐγκρίνω, Λατ. probare, comprobare, ἀντίθ. ἀποδοκιμάζω, Θουκ. 3. 38, Ἀνδοκ. 11. 22, Πλάτ., κτλ.· μετ’ ἀπαρ., ἐκπονεῖν ἐδοκίμαζε Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 4. -Παθ., ἐπειδὴ… ἐδοκιμάσθη ταῦτα καλῶς ἔχειν Θουκ. 2. 35. 2) ὡς πολιτικός ὅρος ἐν Ἀθήναις, α) ἐξετάζω καὶ παραδέχομαι ὡς κατάλληλον διά τι ὑπούργημα, Πλάτ. Νόμ. 759C (πρβλ. δοκιμασία)· καί ἐν τῷ παθ., ἐπιδοκιμάζομαι ὡς κατάλληλος, Λυσ. 144. 43, κτλ.· δοκιμασθεὶς ἀρχέτω Πλάτ. Νόμ. 765Β· δοκιμαζομένου, ὅτε ἐξηταζόμην, Δημ. 551. 2· μεταφ., ὑπὲρ τοῦ στεφανωθῆναι δοκιμάζομαι ὁ αὐτ. 315. 13. β) κρίνω τινὰ κατάλληλον, ἱππεύειν δεδοκιμασμένος Λυσ. 142. 36, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 5. 3, 20, Συλλ. Ἐπιγρ. 126, 1688. 15 κ. ἀλλ. γ) ἐξετάζω καὶ δέχομαι παῖδας εἰς τὴν τάξιν τῶν ἐφήβων ἢ ἐφήβους εἰς τὴν τῶν ἀνδρῶν· ἐπιτρέπω εἰς αὐτοὺς νὰ ὑποσιῶσι τὴν δοκιμασίαν (ὃ ἴδε), Λυσ. 145. 41· καὶ ἐν τῷ παθ., ὑφαίσταμαι τὴν δοκιμασίαν, διέρχομαι δι’ αὐτῆς, ὁ αὐτ. 146. 19, Ἀριστοφ. Σφηξ. 578, κτλ.· ἕως ἐγὼ ἀνὴρ εἶναι δοκιμασθείην Δημ. 814. 20· εἰς ἄνδρας δεδοκιμασμένοι Ἰσοκρ. 238C. δ) δοκιμάζω, ἐξετάζω τὸ δικαίωμα ῥήτορος τοῦ νὰ ὁμιλήσῃ (ἴδε δοκιμασία 4), Α. Β. 310. 25.
French (Bailly abrégé)
f. δοκιμάσω, ao. et pf. inus.
Pass. ao. ἐδοκιμάσθην, pf. δεδοκίμασμαι;
1 éprouver, mettre à l’épreuve, acc.;
2 approuver, juger bon, acc. ; à Athènes, vérifier l’aptitude ou l’éligibilité.
Étymologie: δόκιμος.