ἀτριβής

From LSJ
Revision as of 19:49, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_1)

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτριβής Medium diacritics: ἀτριβής Low diacritics: ατριβής Capitals: ΑΤΡΙΒΗΣ
Transliteration A: atribḗs Transliteration B: atribēs Transliteration C: atrivis Beta Code: a)tribh/s

English (LSJ)

ές,

   A not rubbed: hence,    1 of places, not traversed, pathless, Th.4.8,29, Ph.2.257, al.; of roads, not worn or used, X.An.4.2.8, App.Hisp.62: generally, fresh, new, X.Mem.4.3.13, cf. Cyr.8.7.22 (v.l. ἀκρ-).    2 of the neck, not galled, Pl.Amat. 134b; ἀ. ζεύγλης Babr.37.1.    II not practised in, πολεμικῶν ἀγώνων D.H.3.52. Adv. -βῶς Poll.5.145.

German (Pape)

[Seite 389] ές, 1) nicht abgerieben, τράχηλος (Plat.) Riv. 134 b; unbeschädigt, neben ἀκήρατος Xen. Cyr. 8, 7, 22, wo aber v. l. ἀκριβής; doch vgl. Mem. 4, 3, 13; ὁδός, unbetreten, dem φανερά entggstzt, An. 4, 2, 8 u. Sp.; so auch von einer Insel, Thuc. 4, 8. – 2) Sp. nicht bewandert, ungeübt worin, πολεμικῶν ἀγώνων Dion. Hal. 3, 52.

Greek (Liddell-Scott)

ἀτριβής: -ές, ὁ μὴ τριβείς, καὶ ἑπομένως: 1) ἐπὶ τόπων, ὃν δὲν διῆλθέ τις, ὁ ἄνευ τρίβου, ἄβατος, ἄνοδος, Θουκ. 4. 8, 29· ἐπὶ ὁδῶν, ἡ μὴ τετριμμένη, ἀπάτητος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ φανερὰ ὁδός, Ξεν. Ἀν. 4. 2, 8· καθόλου, πρόσφατος, νέος, ἀμετα-χείριστος, Λατ. integer, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 3, 13. 2) ὁ μὴ ἐν κοινῇ χρήσει, ἐκλεκτός, σπάνιος. Εὐστ. Πονημάτ. 54. 5. 3) ὁ μὴ τριβεὶς ἐν ταῖς ἀσκήσεσιν, ἀτριβῆ τὸν τράχηλον ἔχοντα καὶ λεπτὸν ὑπὸ τῶν μεριμνῶν; Πλάτ. Ἀντερ. 134Β· ἀτρ. ζεύγλης Βαβρ. 37. ΙΙ. ὁ μὴ ἐντριβὴς ἔν τινι πράγματι, ἄπειρος, τινος Διον. Ἀλ. 3. 52. - Ἐπίρρ. -βῶς Πολυδ. Ε, 145.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 non usé par le frottement ; non endommagé, intact;
2 non usé par la marche ; non frayé (chemin) ; νῆσος ἀτριβής THC île non traversée par des chemins.
Étymologie: ἀ, τρίβω.