νήπιος
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
English (LSJ)
α (Sor.1.7, al.), Ion. η, ον, also ος, ον Lyc.638:—
A infant, child, freq. in Hom., νήπιον, οὔ πω εἰδόθ' ὁμοιίου πολέμοιο Il.9.440; νήπια τέκνα 2.136, etc.; βρέφος ἔτ' ὄντα ν. E.Ion1399, cf. Andr.755, etc.; νηπίους ἔτι Id.Heracl.956; τὸ ν. Pl.Ax.366d; ἁρμόττουσα τοῖς ν. [πλαταγή] Arist.Pol.1340b30; ἐκ νηπίου from a child, from infancy, [τὸ ἡδὺ] ἐκ ν. ἡμῖν συντέθραπται Id.EN1105a2; ἐκ νηπίων Plb.4.20.8; ἐκ ν. ἡλικίας PFlor.36.5 (iv A.D.); infant in law, minor, ἐφ' ὅσον ὁ κληρονόμος ν. ἐστιν Ep.Gal.4.1; of children up to puberty, αἱ τῶν ν. ἐκλάμψιες Hp.Epid.6.1.4 (cf. Herophil. ap. Gal.17(1).826); but of the foetus in its early stage, Hp.Aph.4.1 (cf. Gal.17(1).653). 2 less freq. of animals, Il.2.311, 11.113; νήπια alone, the young of an animal, 17.134. 3 of plants, Thphr.HP8.1.7. II metaph., 1 of the understanding, childish, silly, Od.13.237; μέγα ν. Il.16.46, cf. Od.9.44; simply, without foresight, blind, Il.22.445; ἀνὴρ ν. Heraclit.79, cf. Emp.11.1, Pi.P.3.82, A.Pr.443, Democr.76, etc.; ν. ὃς . . γονέων ἐπιλάθεται S.El.145 (lyr.); οὔτε πρὶν νήπιον, νῦν τ' . . μέγαν no child before and now full-grown (i.e. in mind), Id.OT 652 (lyr.); of words, νήπια βάζεις Pi.Fr.157; ἀντιτείνειν νήπι' ἀντὶ νηπίων E.Med.891; μηδὲν εἴπῃς ν. Ar.Nu.105. 2 of bodily strength, like that of a child, βίη δέ τε ν. αὐτῶν Il.11.561.
German (Pape)
[Seite 253] att. auch 2 Endgn (νη – ἔπος, εἰπεῖν) eigentlich vom ersten Kindesalter, wie infans, vom Kinde, das noch nicht sprechen kann, unmündig, νήπια τέκνα, Il. 2, 136, öfter; aber auch weiter hinausgehend, νήπιον, οὔπω εἰδόθ' ὁμοιΐου πολέμοιο, 9, 440; selten von jungen Thieren, νήπια τέκνα, 2, 311. 11, 113; auch νήπια allein, die Jungen, 17, 134. Dah. βία νηπίη, die schwache Kraft des Kindes, Il. 11, 561. – Häufig übertr. auf den Verstand, kindisch, unerfahren, thöricht, μέγα νήπιος, 16, 46 Od. 9, 44, öfter bei Hes.; auch = ahnungslos, der Zukunft unkundig, Il. 22, 445; νήπια βάζεις, auch Pind. frg. 128; νήπιοι, P. 3, 82; νηπίους ὄντας τὸ πρὶν ἔννους ἔθηκα, Aesch. Prom. 441; vgl. Soph. O. R. 652 El. 142; αἴσθημά τι κἀν νηπίοις γε τῶν κακῶν ἐγγίγνεται, Eur. I. A. 1244, vgl. Med. 891; νήπιον εἰπεῖν τι, Ar. Nubb. 106; νηπίου δίκην, νηπίων φόβητρα, Plat. Ax. 365 c 367 a; und bei Sp., ὡς παιδίῳ νηπίῳ χρήσασθαί τινι, Pol. 5, 29, 2; ἐκ νηπίων, von Jugend auf, 4, 20, 8; Luc. Halc. 5.
Greek (Liddell-Scott)
νήπιος: α, Ἰων. η, ον, καὶ ος, ον Λυκόφρ. 638· - ὁ ἐν μικρᾷ βρεφικῇ ἡλικίᾳ ὤν, συχν. παρ’ Ὁμ., ἰδίως ἐπὶ τοῦ οὔπω δυναμένου φέρειν ὅπλα, τοῦ λίαν νέου, νήπιον, οὔπω εἰδόθ’ ὁμοιίου πολέμοιο Ἰλ. Ι. 440· νήπια τέκνα Β. 136, κτλ.· οὕτω, τὸν οὔτε πρὶν νήπιον, νῦν τ’ ἐν ὅρκῳ καταίδεσαι μέγαν, τὸν οὔτε πρότερον μωρόν, νῦν δὲ μέγαν ἕνεκα τοῦ ὅρκου σεβάσθητι (ἐπὶ μεταφορ. ἐννοίας), Σοφ. Ο. Τ. 652· βρέφος ἔτ’ ὄντα ν. Εὐρ. Ἴων 1399, πρβλ. Ἀνδρ. 755, κτλ.· νηπίους ἔτι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 956· τὸ νήπιον Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D· ἡ τοῖς ν. ἁρμόττουσα [πλαταγὴ] Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 2· ἐκ νηπίου, ἐκ νηπιότητος, ἐκ μικρᾶς ἡλικίας, τὸ ἡδὺ ἐκ ν. ἡμῖν συντέθραπται Ἠθ. Νικ. 2. 3, 8· οὕτως, ἐκ νηπίων Πολύβ. 4. 20, 8· 2) σπανιώτερον ἐπὶ ζῴων, ἔνθα δ’ ἔσαν στρουθοῖο νεοσσοί, νήπια τέκνα Ἰλ. Β. 311, Λ. 113· ὡσαύτως μόνον νήπια, τὰ μικρὰ τέκνα ζῴου, τὰ νεογνά, Ρ. 134· - ὁ Θεόφρ. πρῶτος μετεχειρίσθη τὴν λέξιν, π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 7. ΙΙ. μεταφορ., 1) ἐπὶ διανοητικῆς καταστάσεως, παιδαριώδης, ἀνόητος, ἄφρων, συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.· μέγα νήπιος Ἰλ. Π. 46, Ὀδ. Ι. 44· ὡσαύτως ὁ μὴ προνοῶν, τυφλὸς πρὸς τὸ μέλλον, Ἰλ. Χ. 445, Ὀδ. Ν. 237· οὕτω παρὰ Πινδ. ἐν Π. 3. 146, Αἰσχύλ. Πρ. 443, κτλ.· ν. ὅς... γονέων ἐπιλάθεται Σοφ. Ἠλ. 145: - ἐπὶ λέξεων, νήπια βάζειν Πινδ. Ἀποσπ. 128· νήπι’ ἀντὶ νηπίων Εὐρ. Μήδ. 891· μηδὲν εἴπῃς ν. Ἀριστοφ. Νεφ. 105. 2) ἐπὶ σωματικῆς δυνάμεως, βίη δὲ τε νηπίη αὐτῶν, παιδική, οὐχὶ μεγάλη, Ἰλ. Λ. 561.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
propr. qui ne parle pas, d’où
I. qui est en bas âge;
II. fig. 1 puéril, enfantin, sot ; fou;
2 faible.
Étymologie: νη-, ἔπος.
English (Autenrieth)
epith. of little children or young animals, ‘infant,’ ‘helpless,’ νήπια τέκνα, Il. 9.440, Β 311, Il. 11.113; often fig., indicating the blind unconsciousness on the part of men that suggests an analogy between the relation of men to higher powers and that of infants to adults, ‘helpless,’ ‘unwitting,’ and sometimes disparagingly, ‘simple,’ ‘childish,’ Il. 11.561, Il. 22.445.
English (Slater)
νήπῐος
1 foolish τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν (P. 3.82) “ὦ τάλας ἐφάμερε, νήπια βάζεις” (Kuster: νήπιε codd.) fr. 157.
Spanish
English (Strong)
from an obsolete particle ne- (implying negation) and ἔπος; not speaking, i.e. an infant (minor); figuratively, a simple-minded person, an immature Christian: babe, child (+ -ish).