χοῖρος

From LSJ
Revision as of 17:45, 25 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (strοng)

περὶ οὐδὲν γὰρ οὕτως ὑπάρχει τῶν ἀνθρωπίνων ἔργων βεβαιότης ὡς περὶ τὰς ἐνεργείας τὰς κατ' ἀρετήν → since none of man's functions possess the quality of permanence so fully as the activities in conformity with virtue

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοῖρος Medium diacritics: χοῖρος Low diacritics: χοίρος Capitals: ΧΟΙΡΟΣ
Transliteration A: choîros Transliteration B: choiros Transliteration C: choiros Beta Code: xoi=ros

English (LSJ)

(ἡ Hippon.40, S.Fr.230, Ar.Ach.764):—

   A young pig, porker (younger than δέλφαξ, Ar.Byz. ap. Ath 9.375. Cratin.3a), Od. 14.73, Alc.Supp.24.2, Hdt.2.48, A.Fr.309, Ar.Ach.781, etc.; offered as one of the smaller sacrifices, Pl.R.378a, X.An.7.8.5, D.54.39, Henioch.2.    b generally, = ὗς, σῦς, swine, ἤδη δέλφακες, χοῖροι δὲ τοῖσιν ἄλλοις Cratin. l.c., cf. Mnesim.4.47 (anap.), Plu.Cic.7, Ev.Matt. 8.30.    2 pudenda muliebria, freq. in Com. poets, who are always punning on the word and its compds., Ar.Ach.773 sq., etc.; said to be a Corinthian usage, Suid.    II a fish of the Nile, Str.17.2.4, Ath.7.312a, Gp.20.7.1, 13 tit. (Perh. for ĝhoryo- 'grey', cf. Norse griss 'sucking-pig', OHG grīs 'grey', or cf. Alb. de[rmacr ] 'pig'.)

German (Pape)

[Seite 1362] ὁ, 1) eigtl. ein junges Schwein. ein Ferkel; Od. 14, 73; Ar. u. sonst; auch übh. ein Schwein; bei Hipponax, Soph., Ar. Ach. 764 ff. u. sp. D., bes. bei Ioniern auch ἡ χοῖρος, s. Ath. IX, 735 c (Soph. frg. 217); – βρώματά μοι χοίρων συκιζομένων προέθηκας, Schweinefleisch, Pallad. 23 (IX, 487). – 2) die weibliche Schaam, Comic. oft, wie Ar. Ach. 736 Th. 289 Eccl. 724.

Greek (Liddell-Scott)

χοῖρος: ὁ, (ἀλλὰ ἡ, Ἱππῶναξ 3Ι, Σοφ. Ἀποσπ. 217, Ἀριστοφ. Ἀχ. 764 ἑξ.)· - νέος χοῖρος, «γουρουνόπουλον» Λατ. porcus, Ὀδ. Ξ. 73, Ἡρόδ. 2. 48, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 321, Ἀριστοφ. Ἀχ. 781, κλπ.· προσφέρεται ὡς μικροτάτῃ θυσία, Πλάτ. Πολ. 378Α, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 7. 8, 5, Δημ. 1269. 10· ὁ δ’ ἴσως γαλαθηνὸν τέθυκε τὸν χοῖρον Ἡνίοχος ἐν «Πολυεύκτῳ» 1· - ἀκολούθως καθόλου, ὡς τὸ ὗς, σῦς, “γουροῦνι”, ἤδη δέλφακες, χοῖροι δὲ τοῖς ἄλλοις Κρατῖνος ἐν «Ἀρχιλόχοις» 7, πρβλ. Μνησίμαχον ἐν «Ἱπποτρόφῳ» 1. 47, Πλουτ. Κικ. 7, κλπ. 2) ὡς τὸ porcus παρὰ τῷ Οὐάρρωνι R. R. 2. 4, 10, λέγεται ἐπὶ τοῦ γυναικείου αἰδοίου συχνάκις παρὰ τοῖς κωμικοῖς ποιηταῖς, οἵτινες συνεχῶς παίζουσι μὲ τὴν λέξιν καὶ τὰ σύνθετα αὐτῆς, Ἀριστοφ. Ἀρ. 774, κτλ.· - λέγεται ὅτι ἡ χρῆσις αὕτη ἦτο τῶν Κορινθίων, Σουΐδ. ἐν λ. ΙΙ. ἰχθύς τις τοῦ ποταμοῦ Νείλου, Στράβ. 823, Ἀθήν. 312Α, Γεωπ. (Ἡ Σανσκρ. ῥίζα εἶναι gharsh (terere), ὅθεν ghrish-vis, ghrsh-tis (aper), πρβλ. Ἀρχ. Σκανδ. gris-s (Ἀρχ. Ἀγγλ. gris ἢ grice, gris-kin, πρβλ. τὰ τοπικὰ ὀνόματα τῆς βορείου Ἀγγλίας Grisedale, Grisebeck), ὥστε ἐκ τῆς Ἑλληνικῆς λέξεως ἐξέπεσε τὸ s).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
1 petit cochon, animal ; p. ext. cochon engraissé, porc;
2 pudenda muliebria.
Étymologie: DELG cf. lat. horreo « animal à poil dur ».

English (Autenrieth)

young pig, porker, Od. 14.73†.

Spanish

cochinillo, cerdo

English (Strong)

of uncertain derivation; a hog: swine.