άφεση

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods

Source

Greek Monolingual

η (AM ἄφεσις) αφίημι
1. (για πρόσωπα) απόλυση, απελευθέρωση
2. συγχώρηση, χάρη
αρχ.
Ι. 1. απαλλαγή από υποχρέωση ή συμβόλαιο
2. αθώωση
3. άδεια απουσίας ή εξόδου, απαλλαγή από στρατιωτική υπηρεσία
4. παραγραφή χρέους
5. διάζευξη, διαζύγιο
6. χαλάρωση, (σωματική) εξάντληση
7. το ξεκίνημα, η εκκίνηση των αλόγων σε αγώνα
8. συνεκδ. το σημείο εκκίνησης, αφετηρία βαλβίδα
9. εκπομπή, εκροή, εκτίναξη ενός αντικειμένου ή νερού
10. (για ζώα) γέννηση
11. παύση, αποπομπή
12. αφεσμός, νέο σμήνος μελισσών
Μ. φρ.
1. «ἀφέσεις θαλάσσης» — κανάλια, διώρυγες
2. «ὁ ἐνιαυτὸς τῆς ἀφέσεως» — το ιωβηλαίο.