ανάπτω

From LSJ
Revision as of 06:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κρείσσων ἐναρχόμενος βοηθῶν καρδίᾳ τοῦ ἐπαγγελλομένου καὶ εἰς ἐλπίδα ἄγοντος· δένδρον γὰρ ζωῆς ἐπιθυμία ἀγαθή (Proverbs 13.12 LXX) → One who sincerely sets about helping is better than one who makes promises leading to hope; for a kindly urge is a tree of life.

Source

Greek Monolingual

ἀνάπτω) (Ν και ανάβω και ανάφτω και ανάβγω)
για νεοελλ. σημασία βλ. ανάβω
αρχ.
1. αναρτώ, κρεμώ
2. προσφέρω ως ανάθημα σε ναό, αναθέτω, αφιερώνω
3. δένω, προσδένω, συνδέω
4. αποδίδω, αναφέρω κάτι σε κάποιον, προσάπτω
5. βάζω φωτιά, ανάβω, πυροδοτώ
6. (αμτβ.) ανάβω, παίρνω φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάπτω < αν(α)- + άπτω. Ο τ. ανάβω, μεταπλασμένος τ. ενεστώτα < άναψα, νεώτ. αόριστος του ανάπτω (πρβλ. έθλιψα-θλίβω, έτριψα-τρίβω κ.ά.).
ΠΑΡ. άναμμα, αναπτός
αρχ.
ανάπτης, άναψις
νεοελλ.
αναπτήρας.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. αναβοσβήνω, μισοανάβω].