αντικειμενικός

From LSJ
Revision as of 06:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (4)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγωhowever, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που απορρέει από το αντικείμενο (και όχι από υποκειμενική, προσωπική γνώμη η κρίση)
2. φρ. α) «αντικειμενικός σκοπός» — τελικός σκοπός στον οποίο αποβλέπει κάποιος
β) «ἀντικειμενική ἀξία» — γενικά παραδεκτή αξία, που δεν επιδέχεται αμφισβήτηση
γ) «ἀντικειμενικὴ κρίση» — κρίση που απορρέει εκ των πραγμάτων, ανεπηρέαστη, αμερόληπτη
(για πρόσωπα) ανεπηρέαστος, αμερόληπτος
3. γραμμ. «αντικειμενική γενική», «αντικειμενικά σύνθετα» κ.λπ.
αυτός που έχει σχέση με το αντικείμενο ή εκφράζει σχέση με το αντικείμενο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντικείμενο(ν). Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στον λόγιο Κωνσταντίνο Ξανθόπουλο].