ξεσηκώνω
From LSJ
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
Greek Monolingual
1. απομακρύνω κάποιον ασκώντας πίεση, εξαναγκάζω κάποιον να φύγει βιαστικά από τον τόπο όπου βρίσκεται
2. (ιδίως σχετικά με σχέδιο ή εικόνα) αναπαριστάνω, αντιγράφω πιστά το πρωτότυπο με τη βοήθεια ημιδιαφανούς χαρτιού, ξεπατηκώνω
3. διαταράσσω, αναστατώνω («ξεσήκωσε τη γειτονιά με τις φωνές της»)
4. προκαλώ εξέγερση, υποκινώ κάποιον σε ανταρσία, σε στάση
5. παρακινώ, παροτρύνω («δεν μπορεί να διαβάσει, γιατί τήν ξεσηκώνουν οι φίλες της»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε)- + σηκώνω].