ναυτιλία

From LSJ
Revision as of 12:02, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (26)

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ναυτῐλία Medium diacritics: ναυτιλία Low diacritics: ναυτιλία Capitals: ΝΑΥΤΙΛΙΑ
Transliteration A: nautilía Transliteration B: nautilia Transliteration C: naftilia Beta Code: nautili/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ,

   A sailing, seamanship, Od.8.253, Hes.Op.618, Pl.R.527d, al.    2 voyage, Hdt.4.145, Hp.Aph.4.14: and in pl., ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι Hdt.1.1, cf. 163; ναυτιλίῃσι χρέεσθαι Id.2.43, cf. Pi.N.3.22, I.4(3).57.    3 ship, πολύσκαλμος ν. AP7.295.4 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 233] ἡ, das Fahren zu Schiffe, die Seefahrt; περιγιγνόμεθ' ἄλλων ναυτιλίῃ, so rühmen sich die Phäaken, Od. 8, 253; Hes. O. 620. 644; ναυτιλίαισι πορθμὸν ἁμερώσαις, Pind. I. 3, 75, vgl. N. 3, 21; Her. 1, 1. 163. 2, 43, auch im plur.; Plat. Rep. VII, 527 d; περί τε ναυτιλίαν καὶ κυβερνητικήν, Legg. IV, 709 b; βλαβερά, Xen. Mem. 4, 2, 32; Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ναυτῐλία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ ναυτίλλεσθαι, τὸ ταξειδεύειν μὲ πλοῖα, θαλασσοπλοΐα, Ὀδ. Θ. 253, Ἡσιόδ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 616, Πλάτ. Πολ. 527D, κ. ἀλλ. 2) πλοῦς, ταξείδιον, Πινδ. Ν. 3. 38, Ἡρόδ. 4. 145, Ἱππ. Ἀφ. 1249· καὶ ἐν τῷ πληθ., ναυτιλίῃσι μακρῇσι ἐπιθέσθαι Ἡρόδ. 1. 1, 163· ναυτιλίῃσι χρέεσθαι ὁ αὐτ. 2. 43, πρβλ. Πινδ. Ι. 4 (3). 98. 3) πολύσκαλμος ν., ἐπὶ πλοίου, Ἀνθ. Π. 7. 295.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
transport par mer, navigation.
Étymologie: ναυτίλος.

English (Slater)

ναυτῐλία
   1 voyage, seafaring τίς γὰρ ἀρχὰ δέξατο ναυτιλίας; (P. 4.70) κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος · ἥρως θεὸς ἃς ἔθηκε ναυτιλίας ἐσχάτας μάρτυρας κλυτούς (cf. fr. 256) (N. 3.22) ναυτιλίαισί τε πορθμὸν ἡμερώσαις (sc. Ἡρακλέης: for voyages, cf. Wil. on Eur., Her. 20: v. τέναγος) (I. 4.57)

Greek Monolingual

η (Α ναυτιλία και ιων. τ. ναυτιλίη) ναυτίλος
το επάγγελμα και το έργο του ναυτικού, η θαλασσοπλοΐα
νεοελλ.
1. η ναυτική επιστήμη και η τέχνη του ναυτικού
2. το σύνολο τών εμπορικών πλοίων μαζί με τα πληρώματά τους, το εμπορικό ναυτικό
αρχ.
1. πλους, ταξίδι διά μέσου θαλάσσης
2. πλοίο.