πολιοῦχος

From LSJ
Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολιοῦχος Medium diacritics: πολιοῦχος Low diacritics: πολιούχος Capitals: ΠΟΛΙΟΥΧΟΣ
Transliteration A: polioûchos Transliteration B: poliouchos Transliteration C: polioychos Beta Code: poliou=xos

English (LSJ)

(A), ον, Ep. πολιήοχος, Dor. -άοχος (v. infr.), Lacon.</gram> πολιᾶχος </gramGrp>IG5(1).213.3 (Sparta, v B.C.); cf. πολισσοῦχος:(ἔχω A):—

   A protecting a city, ὦ π. κράτος E.Rh.821 (lyr., codd., sed v. infr.); π. ἀρετά Isyll.16; but mostly as epith. of the guardian deity of a city, Ἀθηναίη π. in Chios, Hdt.1.160 (also in Attica, BCH50.529 (Marathon, ii A.D.)); Παλλὰς π., at Athens, Ar.Eq.581 (lyr.); Ἀθάνα π. Id.Nu.602 (lyr.), cf. Av.827; Παλλὰς πολιάοχος Pi.O.5.10; π. θεοί A. Th.312 (lyr.); δαίμονες ib.822 (lyr.); Ζεὺς π. Pl.Lg.921c; Ἀρτέμιδος πολιηόχου A.R.1.312; π. Ἀλεξανδρείας, title of Diocletian, OGI718.2 (Alexandria, iv A.D.): πολίοχος (elsewh. known as pr. n. Πολίοχος) shd. be read in E.Rh.166,821.
πολιοῦχος (B), ον, (πολιός)

   A greyhaired, PLond.1821.325.

German (Pape)

[Seite 656] auch πολιήοχος u. dor. πολιάοχος, s. auch πολισσοῦχος, eine Stadt inne habend, bes. von den Schutzgottheiten einer Stadt, wie πολιεύς u. πολιάς; ὦ πολιοῦχοι θεοί, Aesch. Spt. 294; Suppl. 997; Athene in Athen, Ar. Equ. 579 Nub. 592; so Ἀθηναίη πολιοῦχος bei den Chiern, Her. 1, 160; Athene auch Agath. 60 (IX, 154); Ζεύς, Plat. Legg. XI, 921 c; auch κράτος, Eur. Rhes. 821.

Greek (Liddell-Scott)

πολιοῦχος: -ον, Ἐπικ. πολιήοχος, Δωρ. -άοχος (ἴδε κατωτ), Λακων. πολιᾰχος Ahr. D. Dor. σ. 568· πρβλ. ὡσαύτως τὸ πολισσοῦχος: (ἔχω). Ὁ προστατεύων πόλιν τινά, προστάτης, ὑπερασπιστὴς πόλεως, ὦ π. κράτος Εὐρ. Ρῆσ. 822· ― τὸ πλεῖστον ὡς τὸ Πολιεύς, Πολιάς, ἐπίθ. τῆς προστάτιδος θεότητος πόλεώς τινος, Ἀθηναίη π., ἐν Χίῳ, Ἡρόδ. 1. 160· Παλλὰς π., ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Ἱππ. 581· Ἀθάνα π. ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 602, πρβλ. Ὄρν. 827· οὕτω, Παλλὰς πολιάοχος Πινδ. Ο. 5. 24· π. θεοὶ Αἰσχύλ. Θήβ. 312· δαίμονες αὐτόθι 822· Ζεὺς π. Πλάτ. Νόμ. 921C· Ἀρτέμιδος πολιηόχου Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 312· ― πολίοχος (ἀλλαχοῦ γνωστὸν ὡς κύρ. ὄνομ. Πολίοχος) ἀναγινώσκεται ὑπὸ τοῦ Δινδ. χάριν τοῦ μέτρου παρ’ Αἰσχύλ. Θήβ. 109 (τὸ Μεδ. Ἀντίγραφον ἔχει πολιάοχοι), ἐν Εὐρ. Ρήσ. 821 (ἀντὶ πολιοῦχον). καὶ ἴσως οὕτω δέον νὰ ἀναγινώσκηται ἐκ τῶν Ἀντιγράφων αὐτόθι 166 (ἔνθα νῦν φέρεται πολυόχλου), πρβλ. νήοχος ἀντὶ -οῦχος.

French (Bailly abrégé)

1α, ον :
qui protège la ville.
Étymologie: πόλις, ἔχω.

Greek Monolingual

(I)
-ο / πολιοῡχος, -ον, ΝΜΑ, και πολίοχος, -ον, επικ. τ. πολιήοχος, δωρ. τ. πολιάοχος, λακων. τ. πολιᾱχος, -ον, Α
(για θεό, άγιο ή ήρωα) αυτός που έχει υπό την προστασία του μια πόλη
νεοελλ.
(το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο, η πολιούχος
άγιος της Εκκλησίας, προστάτης πόλης ή χωριού στον οποίο είναι αφιερωμένος ο κεντρικός ναός και προς τιμήν του οποίου γίνονται πανηγυρικές εκδηλώσεις κατά την ημέρα της εορτής του
μσν.
προσωνυμία του Αδάμ ως φύλακα του παραδείσου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + -οῦχος (< ἔχω)].———————— (II)
-ον, Α
αυτός που έχει ψαρά μαλλιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολιός + -οῦχος (< ἔχω)].