φιλοθεάμων
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
English (LSJ)
[ᾱ], ον, gen. ονος,
A fond of seeing, fond of shows or spectacles, Pl.R.476a, 476b, Ph.1.38, al.; c. gen., ἀθλητῶν φ. Luc.Herod.8; generally, τὸ φ. Plu.2.704e. 2 fond of contemplating, τῆς ἀληθείας Pl.R.475e; μαθηματικῶν εἰδῶν Iamb.Comm. Math.20: abs., contemplative, Plot.3.8.4.
German (Pape)
[Seite 1280] ονος, gern sehend, schaulustig, Freund von Schauspielen; Plat. neben φιλήκοος, Rep. V, 476 b; τῆς ἀληθείας 475 e; καὶ φιλομαθής Plut. Pericl. 1, oft.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοθεάμων: [ᾱ], -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ θεᾶται, ἀγαπῶν τὰ θεάματα, τὰς παραστάσεις, Πλάτ. Πολ. 475D, 476Α, Β· μετὰ γεν., φ. ἀθλητῶν Λουκ. Ἡρόδ. 8· τῆς ἀληθείας Πλάτ. Πολ. 475Ε· ― τὸ φιλοθέαμον Πλούτ. 2. 704Ε. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui aime les spectacles ; τὸ φιλοθέαμον PLUT l’amour des spectacles.
Étymologie: φίλος, θεάομαι.
Greek Monolingual
-έαμον, ΝΑ,και τ. ουδ. -έαμον, Ν
(λόγιος τ.) αυτός του οποίου αρέσουν πολύ τα θεάματα (α. «το φιλοθεάμον κοινό καταχειροκρότησε την παράσταση» β. «φιλοθεάμονάς τε καὶ φιλοτέχνους», Πλάτ.)
αρχ.
1. αυτός που με ευχαρίστηση διακρίνει κάτι («τῆς ἀληθείας φιλοθεάμονες», Πλάτ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλοθεάμον
η αγάπη για τα θεάματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + θεάμων «θεατής» (< θεῶμαι)].