ὀφρῦς
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
English (LSJ)
ύος, ἡ, acc. ὀφρῦν, in late Poets ὀφρύα, AP12.186 (Strat.), Opp.C.4.405, Q.S.4.361: acc. pl. ὀφρύας (in the fourth foot) Od.9.389; but ὀφρῦς (before caesura) Il.16.740, and so in Att. (v. infr.). [ῡ in nom. and acc., which are accented ὀφρῦς, -ῦν by Hdn.Gr.2.937: the accentuation ὀφρύς, ὀφρύν may be admitted in late writers: compds. have ῠ, εὔοφρυς, λεύκοφρυς, etc.] (Cf. Skt.
A bhrūs, gen. bhruvas, Slav. br[ucaron]v[icaron], OE. brú 'brow'.):—brow, eyebrow, τὸν . . ὑπ' ὀφρύος οὖτα Il.14.493; ἡ ὀ. ἡ δεξιά, ἡ ἀριστερά, Arist.PA671b32, cf. Pr.878b28: elsewh. in pl., ὑπ' ὀφρύσι δάκρυα λεῖβον Il.13.88, al.; ὑπ' ὀ. πῦρ ἀμάρυσσεν Hes. Th.827, etc.: freq. of signs, ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων, i.e. ἐπένευσε ὀφρύσι, nodded assent, Il.1.528, etc.; ἡ δ' ἄρ' ἐπ' ὀ. νεῦσε nodded to him to do a thing, Od.16.164; ἀνὰ δ' ὀφρύσι νεῦον ἑκάστῳ made a sign not to do, 9.468; ὀφρύσι νευστάζων 12.194: in various phrases expressing emotions, τὰς ὀ. ἀνασπᾶν, in token of grief, τὰς ὀφρῦς ἀνεσπακώς, ὥσπερ τι δεινὸν ἀγγελῶν Ar.Ach.1069; ἀνασπάσας τις τὰς ὀφρῦς οἴμοι λαλεῖ Men.556.3; of pride (cf. ὀφρυόομαι), D.19.314; οἱ τὰς ὀφρῦς αἴροντες Men.39; ὀφρῦν ἐπαίρειν E.Fr.1040, cf. Amphis 13; τὰς ὀ. ἔχειν ἐπάνω τῆς κορυφῆς Alex.16.6; ὑπὲρ αὐτοὺς κροτάφους ὑπεραίρειν Luc.Am.54; ὀφρῦς ἔχειν Ar.Ra.925; ὀφρῦν ἐφέλκεσθαι AP7.440.6 (Leon., interpol.?); ἐρύσσαι ib.5.215 (Agath.); ἀνελκταῖς ὀφρύσι σεμνός Cratin.355: contrariwise, τὰς ὀφρῦς συνάγειν knit the brows, frown, Ar.Nu.582, Pl.756, etc.; τὰς ὀ. συνέλκειν Antiph.307; συσπᾶν Luc.Vit.Auct.7; κατεσπακώς Alciphr.3.3: on the other hand, καταβαλεῖν, λῦσαι, μεθεῖναι τὰς ὀ. or τὴν ὀ., let down or unknit the brow, become calm or cheerful again, E.Cyc.167, Hipp.290, IA648; ὀ. μὴ καθειμένη Zeno Stoic.1.58; σχάζεσθαι τὰς ὀ. Pl.Com.32; καθέσθαι Plu. 2.1062f: the brow was also the seat of smiles and joy, ἀγανᾷ χλοαρὸν γελάσσαις ὀφρύϊ Pi.P.9.38, cf. h.Cer.358; or gravity, στυγνὸν ὀφρύων νέφος E.Hipp.[172]; ὁρᾶτε ὡς σπουδαῖαι μὲν αὐτοῦ αἱ ὀφρύες X.Smp.8.3; on their physiognomical character, v. Arist.HA491b14, Phgn. 812b26. 2 ὀφρῦς alone, scorn, pride, AP7.409 (Antip.), 9.43 (Parmen.), 10.122 (Lucill.), etc. II from like ness of shape, brow of a hill, crag, Il.20.151, Pi.O.13.106; embankment, ὀ. ἀπότομος Plb. 36.8.3; overhanging bank of a river, Id.2.33.7, etc.; ἐπ' ὀφρύων ποταμοῦ PAmh.2.68.9 (i A. D.); of the sea, A.R.1.178, etc.; of a ditch, Str.5.3.7 (cf. ὀφρύη); of the rim of joint-cavities, Gal.UP 1.15, al.; of the woodwork enclosing the bore of a torsion-engine, Ph.Bel.57.7: in Archit., architrave, Procop.Gaz.p.157 B. III a plant, Plin.HN26.164.
English (Strong)
perhaps from ὀπτάνομαι (through the idea of the shading or proximity to the organ of vision); the eye-"brow" or forehead, i.e. (figuratively) the brink of a precipice: brow.
Greek Monotonic
ὀφρῦς: [ῡ], ἡ, γεν. -ύος [ῠ], αιτ. ὀφρύν, πληθ. ὀφρύας, συνηρ. ὀφρῦς,
I. 1. φρύδι, τριχώδες δέρμα πάνω από τα μάτια, Λατ. supercilium, κυρίως στον πληθ., φρύδια, σε Όμηρ.· ἐπ' ὀφρύσι νεῦσε Κρονίων, δηλ. έγνεψε καταφατικά με τα φρύδια, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀνὰδ' ὀφρύσι νεῦσεν ἑκάστῳ, τους έκανε ένα νεύμα αποτροπής, σε Ομήρ. Οδ.· χρησιμ. για να δηλώσει λύπη, περιφρόνηση, υπερηφάνεια: τὰς ὀφρῦς ἀνασπᾶν, σε Αριστοφ.· ὀφρῦς ἐπαίρειν, σε Ευρ. κ.λπ.· τὰς ὀφρῦς συνάγειν, σουφρώνω τα φρύδια μου, συνοφρυώνομαι, σε Αριστοφ.· επίσης, καταβάλλειν, λύειν, μεθιέναι τὰς ὀφρῦς, αφήνω τα φρύδια μου να επανέλθουν στη θέση τους, χαλαρώνω τα φρύδια μου, σε Ευρ.
2. το ὀφρὺς μόνο του, όπως το Λατ. supercilium, περιφρόνηση, υπερηφάνια, αλαζονεία, σε Ανθ.
II. το χείλος προς τον γκρεμό ενός λόφου, απόκρημνος βράχος, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.