ἴαμα

From LSJ
Revision as of 23:28, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἴᾱμα Medium diacritics: ἴαμα Low diacritics: ίαμα Capitals: ΙΑΜΑ
Transliteration A: íama Transliteration B: iama Transliteration C: iama Beta Code: i)/ama

English (LSJ)

Ion. ἴημα, ατος, τό, (ἰάομαι)

   A remedy, medicine, Hdt.3.130, Hp.Acut.6, Th.2.51, Pl.Lg.771c, etc.; στεναγμοί, τῶν πόνων ἰάματα v.l. in A.Fr.385.    II = ἴασις, ἰάματα τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τοῦ Ἀσκλαπιοῦ IG4.951.2(Epid.), cf. 1 Ep.Cor.12.9(pl.).    2 soothing, pacification, LXXEc.10.4.

German (Pape)

[Seite 1232] τό, ion. ἴημα, Heilmittel, Heilung; κακῶν Aesch. frg. 296; ἤπια ἰήματα Her. 3, 130; Hippocr.; ἴαμα τῶν παθημάτων γιγνόμενον Plat. Tim. 66 c; αἱ περὶ τὰ τῶν Κορυβάντων ἰάματα τελοῦσαι Legg. VII, 790 d; Sp., Luc. calumn. 17 ἴαμα προσάπτειν τινί, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἴᾱμα: Ἰων. ἴημα, τό, (ἰάομαι) μέσον ἰάσεως, ἰάτρευμα, θεραπεία, «ἰατρικόν», Ἡρόδ. 3. 130, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Θουκ. 2. 51, Πλάτ., κλ.· στεναγμοί, τῶν πόνων ἰάματα Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 382. ΙΙ. = ἴασις, Α΄ Ἐπιστ. π. Κορ. ιβ΄, 9.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
remède.
Étymologie: ἰάομαι.

English (Strong)

from ἰάομαι; a cure (the effect): healing.

English (Thayer)

ἰαματος, τό (ἰάομαι);
1. a means of healing, remedy, medicine; (Herodotus 3,130; Thucydides 2,51; Polybius 7,14, 2; Plutarch, Lucian, others).
2. a healing: plural, Plato, legg. 7, p. 790d.).

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἴαμα, Α ιων. τ. ἴημα)
μέσο θεραπείας, φάρμακο
μσν.-αρχ.
θεραπεία
αρχ.
καταπράυνση, κατευνασμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιάομαι, -ώμαι + κατάλ. -μα (πρβλ. θρύλη-μα, ποίη-μα)].

Greek Monotonic

ἴᾱμα: Ιων. ἴημα, -ατος, τό (ἰάομαι
I. μέθοδος ίασης, γιατρειά, θεραπεία, γιατρικό, σε Ηρόδ., Θουκ.
II. = ἴασις, σε Καινή Διαθήκη