παλαιστής

From LSJ
Revision as of 00:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλαιστής Medium diacritics: παλαιστής Low diacritics: παλαιστής Capitals: ΠΑΛΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: palaistḗs Transliteration B: palaistēs Transliteration C: palaistis Beta Code: palaisth/s

English (LSJ)

(A), οῦ, ὁ, (παλαίω)

   A wrestler, Od.8.246, Hdt.3.137, Pl. Lg.819b, Trag.Adesp.383.3, etc.; ἄνδρες π. Ar.Lys.1083; παῖδες π. CIG1969 (Thessalonica); σὺν σάκει . . π., of soldiers, S.Fr.859 (lyr.).    2 generally, rival, adversary, τοῖον π. νῦν παρασκευάζεται ἐπ' αὐτὸς αὑτῷ A.Pr.920; σοφὸς π. κεῖνος, of Odysseus, S.Ph.431; λόχος . . ἐξηνδρωμένος δεινὸς π. ἦν E.Supp.704.    3 suitor, A.Ag. 1206.
πᾰλαιστής (B),

   A v. παλαστή.

German (Pape)

[Seite 446] ὁ, 1) der Ringer, Od. 8, 246; ὥςπερ παλαιστὰς ἄνδρας, Ar. Lys. 1083; πυκτῶν καὶ παλαιστῶν ἐφεδρεία, Plat. Legg. VII, 819 b; Folgende. Uebh. der Kämpfer, Aesch. Prom. 922 Ag. 1179 Eur. Suppl. 704. Auch übertr., der Geübte, Verschlagene, σοφὸς παλαιστὴς κεῖνος, Soph. Phil. 429. – 2) = παλαιστή, Sp., wie S. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

παλαιστής: -οῦ, ὁ (παλαίω) ὁ παλαίων, ὁ ἔχων ὡς ἐπάγγελμα τὸ παλαίειν, Ὀδ. Θ. 246, Ἡρόδ. 3. 137, Πλάτ., κτλ.· ἄνδρες π. Ἀριστοφ. Λυσ. 1083 παῖδες π. Συλλ. Ἐπιγρ. 1969· σὺν σάκει ... π., ἐπὶ στρατιωτῶν, Σοφ. Ἀποσπ. 738.
2) καθόλου, ἀντίπαλος, ἐχθρός, τοῖον παλαιστὴν νῦν παρασκευάζεται ἐπ’ αὐτὸς αὑτῷ, δυσμαχώτατον τέρας Αἰσχύλ. Πρ. 920· σοφὸς π. κεῖνος, ἐπὶ τοῦ Ὀδυσσέως, Σοφ. Φ. 431· δεινὸς π., ἐπὶ σώματος στρατιωτῶν, Εὐρ. Ἱκέτ. 704· ἔνθερμος μνηστήρ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1206 ΙΙ. Ἀλεξανδρ. ἀντὶ παλαστή, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΕ΄, 23, Γ΄ Βασιλ. Ζ΄, 24).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 lutteur;
2 rival, adversaire en gén.
3 rusé, fourbe.
Étymologie: παλαίω.

English (Autenrieth)

(παλαίω): wrestler, pl., Od. 8.246†.

Greek Monolingual

(I)
ο, θηλ. παλαίστρια (Α παλαιστής) παλαίω
αυτός που ασκεί το αγώνισμα της πάλης επαγγελματικά ή για δική του ευχαρίστηση
αρχ.
1. αντίπαλος, εχθρός
2. συναγωνιστής
3. στρατιώτηςλόχος... ἐξηνδρωμένος δεινὸς παλαιστὴς ἦν», Ευρ.).———————— (II)
παλαιστής, ὁ (Α)
η παλαστή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παλαιστή / παλαστή, κατά το μετρητής.

Greek Monotonic

πᾰλαιστής: -οῦ, ὁ (παλαίω
1. παλαιστής, σε Ηρόδ., Πλάτ. κ.λπ.
2. γενικά, αντίπαλος, εχθρός, σε Αισχύλ., Σοφ.· υποψήφιος μνηστήρας, σε Αισχύλ.