σεισμός

From LSJ
Revision as of 01:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → when the oak falls, everyone cuts wood | when an oak has fallen, every man gathers wood | on the fall of an oak, every man gathers wood | when an oak has fallen, every man becomes a woodcutter | one takes advantage of somebody who has lost his strength | one takes advantage of somebody who has lost his power | when the tree is fallen, every man goes to it with his hatchet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σεισμός Medium diacritics: σεισμός Low diacritics: σεισμός Capitals: ΣΕΙΣΜΟΣ
Transliteration A: seismós Transliteration B: seismos Transliteration C: seismos Beta Code: seismo/s

English (LSJ)

ὁ, (σείω)

   A shaking, shock, γῆς σ. earthquake, E.HF862, Th.3.87; χθονός E.IT1166: abs., Hdt.4.28, 5.85, 7.129, S.OC95, Ar.Ec.791, Th.1.23, etc.    2 generally, shock, agitation, commotion, σ. τοῦ σώματος Pl.Phlb.33e, cf. Ti.88d; ἔξωθεν . . προσφέρειν τοῖς . . πάθεσι σεισμόν a shock, Id.Lg.791a; σ. τῆς οὐρᾶς Poll.5.61; σ. ἐν τῇ θαλάσσῃ Ev.Matt.8.24.    3 blackmail, extortion, Sammelb.5675.13 (ii B.C.); συκοφάντεια καὶ σ. PPar.15.67 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 869] ὁ, Erschütterung, γῆς, Erderschütterung, Erdbeben, Eur. Herc. F. 862; auch häufig ohne γῆς, Soph. O. C. 95; Ar. Eccl. 791; u. oft in Prosa, wie Thuc. 1, 101 u. sonst; Plat. u. A.; auch übertr., τοῦ σώματος, Phil. 33 e; Tim. 88 d.

Greek (Liddell-Scott)

σεισμός: ὁ, (σείω) σείσιμον, κίνησις σεισμική, γῆς σ., ὡς και νῦν, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 862, Θουκ. 3. 87· χθονός Εὐρ. Ι. Τ. 1166· ἀπολ., Ἡρόδ. 4. 28., 5. 85., 7. 129, Σοφ. Ο. Κ. 95, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 791, Θουκ. 1. 23, Ρήτ. τ. 2, σ. 207, κτλ. 2) καθόλου, τίναγμα, κίνησις, ταραχή, διάσεισις, σ. τοῦ σώματος, Πλατ. Φίληβ. 33Ε, πρβλ. Τίμ. 88D· ἔξωθεν... προσφέρειν τοῖς ... πάθεσι σεισμόν, τιναγμόν, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 790 Ε· σ. τῆς οὐρᾶς Πολυδ. Ε΄, 61· ἐν τῇ θαλάσσῃ Εὐαγγ. κ. Ματθ. η΄ 24. ― Καθ’ Ησύχ.: «σεισμός· τρόμος».

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
ébranlement, commotion : σεισμὸς γῆς THC, σεισμὸς χθονός EUR ou simpl. σεισμός tremblement de terre.
Étymologie: σείω.

English (Strong)

from σείω; a commotion, i.e. (of the air) a gale, (of the ground) an earthquake: earthquake, tempest.

English (Thayer)

σεισμοῦ, ὁ (σείω), a shaking, a commotions: ἐν τῇ θαλάσσῃ, a tempest, Herodotus 4,28), Sophocles, Aristophanes down, pre-eminently an earthquake: Sept. for רַעַשׁ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ σείω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σείω, σείση, ταρακούνημα
2. δόνηση της επιφάνειας της Γης που οφείλεται σε φυσικά αίτια («ἐγένοντο δὲ καὶ οἱ πολλοὶ σεισμοὶ τότε τῆς γῆς», Θουκ.)
νεοελλ.
1. (γεωφ.) απότομη διατάραξη στο εσωτερικό της Γης που εκδηλώνεται στην επιφάνειά της με κίνηση του εδάφους, η οποία προκαλείται από τη διέλευση ελαστικών σεισμικών κυμάτων διά μέσου τών πετρωμάτων της Γης και η οποία προξενεί καταστρεπτικά αποτελέσματα, όταν η έντασή της υπερβεί ένα ορισμένο σχετικά όριο
2. φρ. α) «ηφαιστειογενείς σεισμοί»
γεωλ. σεισμοί που οφείλονται σε ηφαιστειακή δραστηριότητα
β) «τεκτονικοί σεισμοί»
γεωλ. σεισμοί που οφείλονται στην απότομη απελευθέρωση ενέργειας ελαστικής παραμόρφωσης, η οποία είναι συσσωρευμένη στο εσωτερικό της Γης, και εκδηλώνονται όταν οι τάσεις στις μάζες τών πετρωμάτων συσσωρεύονται σε σημείο ώστε να υπερβαίνουν την αντοχή τών πετρωμάτων, με αποτέλεσμα την διάρρηξή τους
γ) «σεληνιακός σεισμός»
(αστρον.-γεωφ.) σεισμική διατάραξη που εκδηλώνεται στη Σελήνη
αρχ.
1. (κατά τον Ησύχ.) «σεισμός
τρόμος»
2. εκβιασμός που γίνεται με την απειλή συκοφάντησης.

Greek Monotonic

σεισμός: ὁ (σείω),
1. σεισμική κίνηση, σεισμική δόνηση, σεισμική ταλάντευση· γῆς, χθονὸς σεισμός, σεισμός, σε Ευρ.· απόλ., σε Ηρόδ., Αττ.
2. γενικά, αναστάτωση, κλονισμός, σάλος, σε Πλάτ., Κ.Δ.