πόριμος

From LSJ
Revision as of 07:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πόρῐμος Medium diacritics: πόριμος Low diacritics: πόριμος Capitals: ΠΟΡΙΜΟΣ
Transliteration A: pórimos Transliteration B: porimos Transliteration C: porimos Beta Code: po/rimos

English (LSJ)

ον also η, ον Hp.Acut.50:—

   A able to provide, resourceful, inventive, Gorg.Pal. 25; πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ' ἀμήχανον Ar.Ra.1429; πόριμος τόλμα Id.Pax 1031; φρονήσεως ἐπιθυμητὴς καὶ π. [ὁ ἔρως] Pl.Smp.203d; ῥήτωρ Poll. 4.34: c.acc., ἄπορα πόριμος making possible the impossible, A.Pr.904 (lyr.).    2 of things, affording means of safety, saving, ἔργον Ar.Th. 777; ἐπιβολή Anon. ap. Suid. (Sup.); [τὸ] π. the profitable, Gal.5.751.    3 Medic., finding or making a passage, ἡ ἀπὸ τοῦ γλυκέος οἴνου φῦσα π. Hipp.l.c.; passing rapidly through the system, τροφή Gal.6.570.    II Pass., compassable, practicable, ἄπορα γίγνεται τὰ π. J.AJProoem.3; ἔρωτι πάντα π. Luc.Dem.Enc.14.    2 well-provided, ποριμώτεροι ἐς πάντα Th.8.76; ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον π. ἐξ ἀπόρου Gorg.Pal.30.

German (Pape)

[Seite 683] fähig zu gewähren, gebend, Aesch. Prom. 906; auch fähig, Mittel u. Wege ausfindig zu machen, erfinderisch, πόριμον αὑτῷ, τῇ πόλει δ' ἀμήχανον, Ar. Ran. 1425; τόλμῃ, Pax 1030; auch ἔργον, rettend, Thesm. 777; Ἔρως, Plat. Conv. 203 d; ἔρωτι πάντα πόριμα, Luc. Dem. enc. 23. – Compar., Thuc. 8, 76, ποριμώτερος ἐς πάντα, u. Folgde. – Bei den Aerzten ist πόριμος οἶνος = der durchgeht, durchdringt.

Greek (Liddell-Scott)

πόρῐμος: -ον, (πόρος) ὁ δυνάμενος νὰ πορίσῃ, πλήρης μέσων, ἐπινοητικός, πόριμος αὑτῷ, τῇ πόλει δ’ ἀμήχανος Ἀριστοφ. Βάτρ. 1429· πόριμος τόλμα ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 1031· π. ὁ ἔρως Πλάτ. Συμπ. 203D· ῥήτωρ Πολυδ. Δ΄, 34· πρὸς τὰ καλὰ ποριμώτατος Συνέσ. 187Β ― μετ’ αἰτ., ἄπορα πόριμος, ὁ ποιῶν τὰ ἀδύνατα δυνατά, Αἰσχύλ. Πρ. 905. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ὁ παρέχων μέσα ἀσφαλείας, σωτήριος, ἔργον Ἀριστοφ. Θεσμ. 777· ἐπιβολὴ Ἀνών. παρὰ Σουΐδ. 3) παρὰ τοῖς ἰατρικοῖς συγγρ., ὁ εὑρίσκων ἢ παρασκευάζων δίοδον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392. ΙΙ. παθ., ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ, δυνατός, κατορθωτός, ἄπορα. γίγνεται τὰ π. Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. ἐν Προοιμ. 3· ἔρωτι πάντα π. Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 14. 2) ὁ ἔχων πολλὰς εὐκολίας, ἄφθονα τὰ μέσα, ὡς τὸ εὔπορος· ποριμώτεροι ἐς πάντα Θουκ. 8. 76· ἐποίησε τὸν ἀνθρώπινον βίον π. ἐξ ἀπόρου Γοργ. Ρητ. 190. 42.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. pénétrable, accessible ; fig. possible : τινι à qqn;
II. 1 qui ouvre un passage ; fig. qui aboutit : ἄπορα πόριμος ESCHL qui ne peut aboutir, dont les efforts sont inutiles;
2 pourvu de ressources;
Cp. ποριμώτερος, Sp. ποριμώτατος.
Étymologie: πόρος.

Greek Monolingual

-ον, θηλ. και -ίμη, Α
1. αυτός που έχει τη δυνατότητα να βρίσκει μέσα, επινοητικόςῥήτωρ πόριμος», Πολυδ.)
2. αυτός που παρέχει μέσα ασφαλείας, σωτήριος
3. αυτός που βρίσκει δίοδο («ἡ ἀπὸ τοῡ γλυκέος οἴνου φῡσα πορίμη», Ιπποκρ.)
4. (για τροφή) εύπεπτη
5. αυτός που έχει άφθονους πόρους, εύπορος
6. αυτός τον οποίο μπορεί να διαβεί κάποιος
7. (κατ' επέκτ.) δυνατός, κατορθωτός («ἔρωτι δὴ πάντα πόριμα», Λουκιαν.)
8. το ουδ. ως ουσ. τὸ πόριμον
το ωφέλιμο, το επωφελές
9. φρ. «ἄπορα πόριμος» — αυτός που κάνει τα αδύνατα δυνατά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόρος + κατάλ. -ιμος (πρβλ. χρήσ-ιμος)].

Greek Monotonic

πόρῐμος: -ον (πόρος),
I. ικανός να προμηθεύσει, γεμάτος από πόρους, επινοητικός, εφευρετικός, σε Αριστοφ.· με αιτ., ἄπορα πόριμος, αυτός που κάνει τα αδύνατα δυνατά, σε Αισχύλ.
II. 1. Παθ., κατορθωτός, σε Λουκ.
2. αυτός που διαθέτει πολλές ευκολίες, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

πόρῐμος: 1) умеющий найти выход, находчивый (ὁ Ἔρως Plat.; τόλμη Arph.): π. αὑτῷ, τῇ πόλει δ᾽ ἀμήχανος Arph. изобретательный для себя, но беспомощный в общественных делах; ἄπορα π. Aesch. пытающийся достичь невозможного;
2) дающий выход, приносящий избавление, спасительный (ἔργον Arph.);
3) обладающий средствами или возможностями (ποριμώτερος ἐς πάντα Thuc.);
4) возможный (Ἔρωτι πάντα πόριμα Luc.).