ἐμπλοκή

From LSJ
Revision as of 07:52, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπλοκή Medium diacritics: ἐμπλοκή Low diacritics: εμπλοκή Capitals: ΕΜΠΛΟΚΗ
Transliteration A: emplokḗ Transliteration B: emplokē Transliteration C: emploki Beta Code: e)mplokh/

English (LSJ)

ἡ,

   A braiding, κόμης Str.17.3.7, cf. Nic. Dam.p.2 D., 1 Ep.Pet.3.3.    2 scuffle, PRyl.124.28 (i A. D.), 150.12 (i A. D.).    II interweaving, Epicur.Nat.1420 (dub.); entanglement, Plu.2.916d (pl.); of the matted roots of trees, Ph.Byz.Mir.1.5 (pl.); τόποις ἐμπλοκὰς ἔχειν, of districts, to run into one another, Str.13.4.12.    III Math., κατ' ἐμπλοκήν, = ἐμπλέγδην, Iamb.in Nic.p.124P., al.

German (Pape)

[Seite 814] ἡ, das Einflechten, Flechten, bes. des Haares, Strab. XVII p. 828; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπλοκή: ἡ, τὸ «πλέξιμον», καλλωπίζονται κόμης ἐμπλοκῇ Στράβων 818. ΙΙ. πλεξίς, «πλεξοῦδα», κρωβύλον, ὃ ἐμπλοκῆς ἐστιν εἶδος Κλήμ. Ἀλ. 233.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
action d’en venir aux mains.
Étymologie: ἐμπλέκω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ
I trenzado κόμης ἐ. Str.17.3.7, τριχῶν 1Ep.Petr.3.3, ἁμιλλώμενος περὶ κάλλους καὶ ἐμπλοκῆς Nic.Dam.2, cf. Clem.Al.Paed.2.10.105, 3.11.62.
II implicando cierto desorden
1 entrelazamiento, trabazón de raíces de árboles, Ph.Byz.Mir.1, de ramas en empalizadas, Plb.18.18.11, 15
ἐμπλοκὰς ἔχειν estar entremezclado τὰ δ' ἑξῆς ... μέρη τοῖς τόποις τούτοις ἐμπλοκὰς ἔχει las regiones situadas a continuación de esos lugares están entremezcladas impidiendo el establecimiento de fronteras, Str.13.4.12
mat. κατ' ἐμπλοκήν en forma entremezclada κατ' ἐμπλοκὴν συμπλέκοντες ... πρῶτον ἀνόμοιον δευτέρῳ ὁμοίῳ Iambl.in Nic.86, cf. 107, 124.
2 fusión, mezcla de efluvios, Plu.2.916d.
3 riña, refriega, forcejeo, PRyl.124.28, 150.12 (ambos I d.C.).

English (Strong)

from ἐμπλέκω; elaborate braiding of the hair: plaiting.

English (Thayer)

(see ἐν, III:3), ἐμπλοκῆς, ἡ, (ἐμπλέκω), an interweaving, braiding, a knot: τριχῶν (Lachmann omits), an elaborate gathering of the hair into knots, Vulg. capillatura, (A. V. plaiting), κόμης, Strabo 17, p. 828).

Greek Monolingual

η (AM ἐμπλοκή)
προσαρμογή ή συνένωση με πλοκή, με πλέξιμο
νεοελλ.
1. το να εμπλακεί, να αναμιχθεί κάποιος σε κάτι
2. η πρώτη φάση της μάχης αμέσως μετά την επαφή με τον εχθρό
3. προσωρινή παύση λειτουργίας ή μηχανής λόγω ατέλειας ή κακού χειρισμού
4. αιφνίδια εμφάνιση δυσκολίας σε συζητήσεις ή διαπραγματεύσεις που οδηγεί σε διακοπή τους
αρχ.
1. το πλέξιμο τών μαλλιών
2. βόστρυχος, πλεξούδα
3. (για ρίζες δέντρου) μπέρδεμα.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπλοκή:1) плетение, заплетание (τριχῶν NT);
2) обхватывание Polyb., Plut.