δῆρις
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
ἡ,
A battle, contest, Il.17.158, al. (only in acc.): nom. in A. Supp.412 (lyr.), Emp.122.2 (personified), Epigr.Gr.343 (Germa); gen. δήριος A.Ag.942, δήρεως Suid.
German (Pape)
[Seite 567] ἡ, Kampf, Wettstreit; vielleicht verwandt mit δήιος. Bei Homer zweimal, im accus. δῆριν: Iliad. 17, 158 ἄνδρας οἳ περὶ πάτρης ἀνδράσι δυσμενέεσσι πόνον καὶ δῆριν ἔθεντο; Odyss. 24, 515 υἱός θ' υἱωνός τ' ἀρετῆς πέρι δῆριν ἔχουσιν. – Batr. 4 δῆριν ἀπειρεσίην, πολεμόκλονον ἔργον Ἄρηος; vs. 198 δῆριν ὁρῶντες; Hes. O. 14 πόλεμόν τε κακὸν καὶ δῆριν ὀφέλλει; vs. 33 νεί. κεα καὶ δῆριν ὀφέλλοις; Scut. 241 πλέονες δ' ἔτι δῆριν ἔχοντες μάρναντο; vs. 251 Κῆρες δῆριν ἔχον περὶ πιπτόντων; vs. 306 ἀμφὶ δ' ἀέθλοις δῆριν ἔχον καὶ μόχθον; Epigr. bei Demosth. Cor. 289 οἵδε πάτρας ἕνεκα σφετέρας εἰς δῆριν ἔθεντο ὅπλα. – Nominat. δῆρις Aeschyl. Suppl. 412; genit. δήριος Agam. 942. Suid. hat s. v. Δῆρις den genit. δήρεως u. den dativ. δήρει, ohne Belege.
Greek (Liddell-Scott)
δῆρις: ἡ, ἀγών, μάχη, συμπλοκή, ἅμιλλα, Ἰλ. Ρ. 158, κτλ.· (ἀλλὰ μόνον κατ᾿ αἰτιατ.)· ὀνομ. ἐν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 412, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 343· γεν. δήριος Αἰσχύλ. Ἀγ. 942, δήρεως παρὰ Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ιος (ἡ) :
lutte, combat.
Étymologie: DELG : skr. dari « qui fend ».
Spanish (DGE)
-ιος, ἡ
• Morfología: [sólo sg.; gen. δήρεως Eust.872.3, Sud.; chipr. dat. δίρι (ti-ri) dud. en IChS 165a]
I 1lucha, combate gener. c. dat. ἀνδράσι δυσμενέεσσι πόνον καὶ δῆριν ἔθεντο Il.17.158, πόλιν ..., ἧς πέρι δῆριν ἔθεντο ... ἀλλήλοισι Euph.122, cf. Choeril.13a.6, δῆριν ἔχειν Hes.Sc.241, ξανθᾶς Ἑλένας περὶ εἴδει δῆριν πολύυμνον ἔχοντες Ibyc.1(a).6, cf. 30(b), στυγερὰν δῆριν ... στασάμεθ' B.5.111, cf. Amyntas SHell.44.2, Epic.Alex.Adesp.7.23, IMEG 10.1 (heleníst.), AP 9.397 (Pall.), 16.44, 9.285 (Phil.), Orph.H.65.5, L.579, GVI 670.5 (Misia II/III d.C.), δ. ἀείρεσθαι Opp.C.2.63, ἔπεσε τᾷ δίρι cayó en combate, IChS l.c., Ἀμαζόσι δ. ἀμείλιχος ... εὔαδεν Q.S.1.456, ἄγεν ... Δηιφόβου ποτὶ δῆριν lo llevó a luchar con Deífobo Triph.163, cf. 430, Q.S.8.263, ép. en REG 49.1936.435, Nonn.D.39.279, δ. Ἀχαιμενίη la campaña contra los Aqueménidas, AP 6.332 (Hadr.), cf. Nonn.D.5.302, 40.293, ἐνφύλιος IAphrodisias 2.64.7 (V d.C.), ἄρσην δ. lucha contra hombres Nonn.D.45.92
•entre animales, Opp.H.2.359.
2 gener. querella, discordia, disputa Κῆρες ... δῆριν ἔχον περὶ πιπτόντων las Keres ... disputaban por los que iban cayendo Hes.Sc.251, δῆριν ἔχουσι μετὰ ἀδελφῶν Hp.Ep.17.5, πόλεμόν τε κακὸν καὶ δῆριν ὀφέλλει Hes.Op.14, cf. Q.S.5.575, οὐ στάσις οὐδέ τε δ. ni disensión ni querella Emp.B 27a, cf. A.A.942, δῆριν ἔθεντο ... ὑπὲρ μούνης ... σανίδος dos náufragos AP 9.269 (Antip.Thess.), cf. Q.S.5.144, 5.419
•desafío, apuesta υἱὸς καὶ γενετὴρ δῆριν φιλόνεικον ἔθεντο AP 11.357.1.
3 competición, concurso, certamen deportivo o poético ἀμφὶ δ' ἀέθλῳ δῆριν εἶχον καὶ μόχθον Hes.Sc.306, περὶ νίκης δ. en carreras de carros ICil.49B.4 (III/V d.C.), cf. Lyc.428, Q.S.4.233, 537, (ἐμὲ) ἐν ἀέθλοις δ. ὑπὲρ νίκης ὤλεσε πανκρατίου IEphesos 3446.6, cf. Nonn.D.37.750
•fig. ὑδρείης πέρι δῆριν ἀμεμφέα δηρίσαντο para conseguir agua libraron una competición leal A.R.4.1767, ἐπέων πέρι δ. Q.S.4.124.
II personif. ἡ Δ. la Discordia, la Querella A.Supp.412, Emp.B 122.2, Δῆριν ... κασιγνήτην Πολέμοιο Q.S.8.426.
• Etimología: Del grado alargado de *der- (cf. δέρω, etc.), como ai. -dāri ‘que hiende’, a partir de un sent. originario ‘separación’.
Greek Monolingual
δῆρις (-ιος) και -έως), η (Α)
1. αγώνας, συμπλοκή, μάχη
2. ανταγωνισμός, άμιλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το δήρις συνδέεται με αρχ. ινδ. -dāri- «αυτός που ξεσχίζει», το οποίο μαρτυρείται μόνο ως β' συνθετικό στο έπος. Ανήκει στα ρηματικά αφηρημένα ουσ. σε -ι- και η πρωταρχική του σημασία θα πρέπει να ήταν «σχίσμα, διαίρεση, διχόνοια»].
Greek Monotonic
δῆρις: -ιος, αιτ. -ιν, ἡ, καυγάς, μάχη, αντιπαλότητα, φιλονικία, διαπάλη, αντιδικία, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
δῆρις: ιος ἡ борьба, бой, битва Hom., Batr., Hes., Aesch., Plut.