Ἀμαζών

From LSJ
Revision as of 16:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Ἀμαζών Medium diacritics: Ἀμαζών Low diacritics: Αμαζών Capitals: ΑΜΑΖΩΝ
Transliteration A: Amazṓn Transliteration B: Amazōn Transliteration C: Amazon Beta Code: *)amazw/n

English (LSJ)

όνος, ἡ, mostly pl.,

   A the Amazons, Il.3.189, etc.; ὁ τῶν Ἀ. τροχίσκος, a famous remedy, Asclep. ap. Gal.12.152, etc.:—also Ἀμαζονίδες, αἱ, Pi.O.13.87, Call.Dian.237.    II epith. of Artemis, Paus.4.31.8:—Adj. Ἀμαζ-ονικός, ή, όν, Plu.Pomp.35, Paus. 1.41.7:—κά, τά, title of Epic by Onasus, Sch.A.R.1.1236, Sch. Theoc.13.46:—also ἁλ-όνιος, ον, Nonn.D.37.17; epith. of Apollo in Laconia, Paus.3.25.3. (Commonly derived from μαζός, from the fable that they got rid of the right breast, that it might not interfere with the use of the bow.)    III (- priv., μᾶζα) poor, starveling, ἄνδρες Call.Fr.523.

Greek (Liddell-Scott)

Ἀμαζών: -όνος, ἡ, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., αἱ Ἀμαζόνες, πολεμικὴ φυλὴ γυναικῶν ἐν Σκυθίᾳ, Ἰλ. Γ. 189, Ἡρόδ., κτλ.: παρὰ Πινδ. Ο. 13. 124, Καλλ., κτλ., καὶ Ἀμαζονίδες. ΙΙ. ἐπώνυμον τῆς Ἀρτέμιδος, Παυσ. 4. 31, 8. -Ἐντεῦθεν ἐπίθ. Ἀμαζόνειος, ἢ ιος, ον, Εὐστ., Νόνν. Δ. 37. 117: Ἀμαζονικός, ή, όν, Πλουτ. Πομπ. 35, Παυσ. 1. 41, 7. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ μαζός, διότι κατὰ τὸν μῦθον αἱ γυναῖκες αὗται ἀπέκοπτον τὸν δεξιὸν αὑτῶν μαστόν, ἵνα μὴ παρακωλύῃ αὐτὰς εἰς τὴν χρῆσιν τοῦ τόξου, δι’ ὃ καὶ οἱ καλλιτέχναι παριστῶσιν αὐτὰς οὕτως ὥστε νὰ μὴ φαίνηται ὁ δεξιὸς αὐτῶν μαστός).

French (Bailly abrégé)

όνος (ἡ) :
Amazone ; plur. αἱ Ἀμαζόνες les Amazones, population de femmes belliqueuses dans le Pont, en Scythie, et en Libye.
Étymologie: étym. pop. anc. : de ἀ- intensif et *μαζών de μαζός, litt. femmes « aux seins robustes » ; ou ἀ- priv., selon la croyance qu’elles s’amputaient d’un sein -- DELG p.ê. du nom de la tribu iranienne *ha-mazan « guerrier ».

English (Slater)

ᾰμᾰζών
   1 Amazon v. supra. Ἀμαζόνας εὐίππους (O. 8.47) χαλκότοξον Ἀμαζόνων μετ' ἀλκὰν ἕσπετό οἱ (sc. Τελαμών.) (N. 3.38) καὶ μετὰ ζωστῆρας Ἀμαζόνος ἦλθεν (sc. Πηλεύς: v. l. Ἀμαζόνας. i. e. of Hippolyte, queen of the Amazons) fr. 172. 5. test., Paus. 7. 2. 6., οὐ μὴν πάντα γε τὰ ἐς τὴν θεὸν ἐπύθετο ἐμοὶ δοκεῖν Πίνδαρος, ὃς Ἀμαζόνας τὸ ἱερὸν (sc. τὸ ἐν Διδύμοις τοῦ Ἀπόλλωνος) ἔφη τοῦτο ἱδρύσασθαι στρατευομένας ἐπὶ Ἀθήνας τε καὶ Θησέα fr. 174.

Greek Monolingual

Ἀμαζών, η (Α)
βλ. αμαζόνα.

Greek Monotonic

Ἀμαζών: -όνος, ἡ, κυρίως στον πληθ., Ἀμάζονες, αἱ, οι Αμαζόνες, πολεμοχαρής φυλή γυναικών στη Σκυθία, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ. (κυρίως προερχόμενη από το α- στερητικό και το μαζός, από το μύθο ότι έκοβαν τον δεξί τους μαστό, ώστε να μη τους εμποδίζει στη χρήση του τόξου).

Russian (Dvoretsky)

Ἀμαζών: όνος (ᾰμ) ἡ, преимущ. pl. Ἀμαζόνες αἱ амазонки (миф. племя воинственных женщин, жившее в Понте Hom., в Скифии или в Ливии Diod.).