ἐπιάλλω

From LSJ
Revision as of 20:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

γλυκύ δ᾽ἀπείρῳ πόλεμος, πεπειραμένων δέ τις ταρβεῖ προσιόντα, νιν καρδίᾳ περισσῶς → A sweet thing is war to the inexperienced, but anyone who has tasted it trembles at its approach, exceedingly, in his heart (Pindar, for the Thebans, fr. 110)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπῐάλλω Medium diacritics: ἐπιάλλω Low diacritics: επιάλλω Capitals: ΕΠΙΑΛΛΩ
Transliteration A: epiállō Transliteration B: epiallō Transliteration C: epiallo Beta Code: e)pia/llw

English (LSJ)

fut. ἐπιᾰλῶ: aor. ἐπίηλα [ῑ]:—

   A send upon, ἑτάροις ἐπὶ χεῖρας ἴαλλε laid hands upon them, Od.9.288; ἐπὶ δὲ Ζεὺς οὖρον ἴαλλεν 15.475; οὗτος γὰρ ἐπίηλεν τάδε ἔργα for this man brought these deeds to pass, 22.49; also in Com., ἐπιαλῶ (sc. τὸ κέντρον) I will lay it on, Ar.Nu.1299, cf. Fr.552 (dub. l.), Phryn.Com.1 (dub. l.).

German (Pape)

[Seite 927] zusenden, zuschicken, darauf werfen; als tmesis rechnet man hierher ἑτάροις ἐπὶ χεῖρας ἴαλλεν Od. 9, 288, wie ἐπὶ δὲ Ζεὺς οὖρον ἴαλλεν 15, 475 u. ἐπὶ δεσμὸν ἴηλεν 8, 447; – οὗτος γὰρ ἐπίηλεν τάδε ἔργα Od. 22, 49, er hat die Dinge zu Wege gebracht, veranlaßt; Ar. Nubb. 1281 ἐπιαλῶ, nach dem Schol., der ἐπιπέμψω erklärt, schwankte die Lesart; Thuc. 5, 77, in einem Bündniß, οἴκαδε ἐπιάλλειν. – Att. ἐφιάλλω, Ar. Vesp. 1348 Pax 424.

French (Bailly abrégé)

f. ἐπιαλῶ, ao. ἐπίηλα, pf. inus.
envoyer sur, vers ou en avant ; fig. ἐπ. ἔργα OD prendre l’initiative d’une entreprise.
Étymologie: ἐπί, ἰάλλω.

English (Autenrieth)

send upon; only aor. 1, ἐπίηλεν τάδε ἔργα, ‘brought to pass,’ Od. 22.49†.

Greek Monolingual

ἐπιάλλω (Α)
1. στέλνωἐπεὶ δὲ Ζεὺς οὖρον ἴαλλεν»)
2. παρασκευάζω
3. χρησιμοποιώ κάτι εναντίον άλλου («ἐπιαλῶ [τὸ κέντρον] κεντῶν ὑπὸ τὸν πρωκτόν σε», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ιάλλω «στέλνω»].

Greek Monotonic

ἐπιάλλω: μέλ. -ιᾰλῶ· αόρ. αʹ -ίηλα (με στέλνω σε, εναντίον, επιβάλλω, ἑτάροις ἐπὶ χεῖρας ἴαλλεν, άπλωσε τα χέρια πάνω σε αυτά, σε Ομήρ. Οδ.· ἐπίηλεν τάδεἔργα, προκάλεσε, επέφερε αυτά τα έργα, στο ίδ.· ἐπιαλῶ (ενν. τὸ κέντρον), θα το βάλλω σε ενέργεια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπῐάλλω: (aor. ἐπίηλα, fut. ἐπιᾰλῶ)
1) посылать (οὖρον Hom. - in tmesi): ἐ. χεῖράς τινι Hom. - in tmesi протягивать руки к кому-л.;
2) возбуждать, вызывать: ἐ. ἔργα τινά Hom. класть начало чему-л.;
3) вгонять, втыкать (τι Arph.).