ἐχθρόξενος
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
English (LSJ)
ον,
A hostile to strangers, inhospitable, ναύταισι A.Pr.727, cf. Th.606,621; δόμοι E.Alc.558.
German (Pape)
[Seite 1125] den Gastfreunden od. den Fremden feind, ungastlich; τραχεῖα πόντου Σαλμυδησία γνάθος ἐχθρόξενος ναύτῃσι Aesch. Prom. 729; – ἄνδρες – καὶ θεῶν ἀμνήμονες, Spt. 588. 603; δόμοι Eur. Alc. 558.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχθρόξενος: -ον, ἐχθρός πρὸς τοὺς ξένους, ἄξενος, ἀφιλόξενος, μισόξενος, Αἰσχύλ. Πρ. 727, Θήβ. 606, 621, Εὐρ. Ἄλκ. 558.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
hostile aux étrangers, inhospitalier.
Étymologie: ἐχθρός, ξένος.
Greek Monolingual
ἐχθρόξενος, -ον (Α)
ο εχθρός προς τους ξένους, ο αφιλόξενος, ο μισόξενος («γνάθος ἐχθρόξενος ναύταισι», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + ξένος.
Greek Monotonic
ἐχθρόξενος: -ον, εχθρικός προς τους ξένους, αφιλόξενος, σε Αισχύλ., Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐχθρόξενος: ненавидящий иноземцев, враждебный к чужеземцам, т. е. негостеприимный (ναύταισι Aesch.; δόμος Eur. - v. l. κακόξενος).