φαλάγγιον

From LSJ
Revision as of 05:28, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην, πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → hard it is to learn the mind of any mortal or the heart, 'till he be tried in chief authority | it is impossible to know fully any man's character, will, or judgment, until he has been proved by the test of rule and law-giving

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φᾰλάγγιον Medium diacritics: φαλάγγιον Low diacritics: φαλάγγιον Capitals: ΦΑΛΑΓΓΙΟΝ
Transliteration A: phalángion Transliteration B: phalangion Transliteration C: falaggion Beta Code: fala/ggion

English (LSJ)

τό, (φάλαγξ v) a kind of

   A venomous spider, esp. Lathrodectus or malmignatte, Pl.Euthd.290a, X.Mem.1.3.12, Thphr.HP8.10.1, Diocl.Fr.145; distd. from ἀράχνιον, Arist.HA622b28, cf. 555b12.    II spider-wort, Lloydia graeca, a herb, said to cure this spider's bite, Dsc.3.108.    III log or roller put under a ship, Hsch., Eust.140.9, 469.20: written φᾰλαγγ-εῖον, EM786.45.

German (Pape)

[Seite 1252] τό, 1) eine Spinne, bes. eine giftige; Plat. Euthyd. 290 a; Xen. Mem. 1, 3,12; Dem. 25, 96, neben ἔχις genannt. – 2) ein Heilkraut, Phalangenkraut, das wider den Biß giftiger Spinnen helfen soll, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

φᾰλάγγιον: τό, (φάλαγξ IV) εἶδος ἰοβόλου ἀράχνης, κοινῶς «σφαλάγγι», Πλάτ. Εὐθύδ. 290Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 12· διαστέλλεται ἀπὸ τῶν ὁμοειδῶν ἀράχνης, ἀραχνίου, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 39, 1, κ. ἀλλ. 2) ὡς τὸ ἀράχνιον, τὸ ὕφασμα τῆς ἀράχνης, αὐτόθι 5. 27, 5· ― ὁ Sundevall παρατηρεῖ ὅτι τὰ φαλάγγια δὲν ὑφαίνουσιν ἱστούς. ΙΙ. phalangium, βοτάνη τις, ἥτις, ὡς λέγεται, θεραπεύει τοῦ φαλαγγίου τὸ δῆγμα, Διόσκ. 3. 122· καὶ φαλαγγίτιον, αὐτόθι. ΙΙΙ. ὡς καὶ νῦν, στρογγύλον ξύλον τιθέμενον ὑπὸ τὸ πλοῖον πρὸς μετακίνησιν αὐτοῦ (ἐπὶ τῆς ξηρᾶς), Εὐστ. 140. 9., 469. 15, «φαλάγγια· στρογγύλα ξύλα καὶ σύμμετρα. Ἀττικοὶ δὲ κόρακας» Ἡσύχ., καὶ οἱ κόρακες δὲ παρ’ Ἀττικοῖς φαλάγγια» Ἐτυμ. Μεγ. σ. 886, 50.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
tarentule, araignée venimeuse, insecte.
Étymologie: dim. de φάλαγξ.

Greek Monotonic

φαλάγγιον: τό, = φάλαγξ III, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

φᾰλάγγιον: τό [demin. к φάλαγξ
1) ядовитый паук (фаланга или тарантул) Xen., Plat., Arst.;
2) паутина Arst.