ἐξάντης

From LSJ
Revision as of 00:45, 3 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάντης Medium diacritics: ἐξάντης Low diacritics: εξάντης Capitals: ΕΞΑΝΤΗΣ
Transliteration A: exántēs Transliteration B: exantēs Transliteration C: eksantis Beta Code: e)ca/nths

English (LSJ)

ες, of patients,

   A out of danger, healthy, ἐ. γίνεται Hp.Morb. 3.3, Mul.1.41; ἐξάντη ποιεῖν τινα Pl.Phdr.244e.    b harmless, ἐξάντη φάσκοντες ποιήσειν (sc. μῆνιν Ἑκάτης) D.Chr.4.90.    2 c. gen., free from, κακοῦ Ael.NA3.5; νούσου Hp.Morb.1.14, cf. Com.Adesp.1279 (= Trag.Adesp.151); δειλίας Jul.Or.6.192b.    3 = ἐξεστηκώς, μαινόμενος, EM346.42.

German (Pape)

[Seite 870] ες (ἄντα, Andere von ἄτη), außerhalb des Gesichtskreises, nicht ausgesetzt, bes. ohne Krankheit, gesund; Hippocr.; unversehrt, ἐξάντη ἐποίησε ἡ μανία τὸν ἑαυτῆς ἔχοντα Plat. Phaedr. 244 e; ἐξάντης λεύσσω τοὐμὸν κακὸν ἄλλον ἔχοντα Zenob. 3, 95; ἐξάντης κακοῦ, frei davon, Ael. H. A. 3, 5; bei E. M. 346, 42 steht der Vers ὦ Ζεῦ γενέσθαι τῆσδέ μ' ἐξάντην νόσου.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάντης: -ες, (πρβλ. κατάντης, προσάντης), «ὁ τῆς νόσου ἔξω ὤν» (Ἡσύχ.), ὑγιής, Ἱππ. 488. 39· ἐξάντη ἐποίησε τὸν ἑαυτῆς ἔχοντα Πλάτ. Φαῖδρ. 244Ε. 2) μετὰ γεν., ἐξάντης γίνεται τοῦ κακοῦ, ἀπαλλάσσεται, Αἰλ. π. Ζ. 3. 5· νόσου Κωμικ. Ἀνώνυμ. 72.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ, ἡ)
acc. ἐξάντην;
exempt de, gén..
Étymologie: ἄντα.

Spanish (DGE)

-ες
I 1libre de c. gen. γενέσθαι τῆσδέ μ' ἐξάντη νόσου Trag.Adesp.151, (ζωή) ἐ. πάσης ἀσελγείας Plu.Fr.47, τοῦ κακοῦ πεποίηκε τὸν ἄνθρωπον ἐξάντη Ael.NA 16.28, τῆς μήνιδος τῆς ἐκ τοῦ θεοῦ Ael.Fr.83, δειλίας Iul.Or.9.195b, τῆς ἐπιληψίας Orib.45.30.13, κινδύνων Eust.756.16
abs., cont. medic. o mág. libre de peligro, curado, sano ἢν δ' ἄρα ἀφίκηται (ἐς τὰς ἑπτὰ ἡμέρας), ἐ. γίνεται Hp.Morb.3.3, cf. 1.14, Mul.1.41, Hsch., frec. ref. curaciones mágicas ἐξάντη ποιῆσαι curar Pl.Phdr.244e, D.Chr.4.90, Synes.Insomn.4
fig. νόμων τιμωρίαις ἐξάντεις τοὺς μιαιφόνους κατέστησαν sanaron a los asesinos mediante castigos establecidos por las leyes Eus.PE 4.16.21.
2 que está fuera de sí, enloquecido, EM 346.42G.
II neutr. sg. ἐξάντες como adv. enfrente Hsch.

Greek Monolingual

ἐξάντης, -ες (Α)
1. αυτός που βρίσκεται έξω από κάθε κύκλο, κυρίως έξω από κάθε ασθένεια, ο υγιής, ο αβλαβής
2. ακίνδυνος, αβλαβής («ἐξάντη φάσκοντες ποιήσειν», Δίων Χρυσ.)
3. (με γεν.) απαλλαγμένος από κάτιἐξάντης γίνεται τοῡ κακοῡ», Αιλ.)
4. μανιακός, μαινόμενος
5. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐξάντες
εξεναντίας (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + άντα «απέναντι»].

Russian (Dvoretsky)

ἐξάντης: огражденный от бед, невредимый (ἐξάντη ποιεῖν τινα Plat.).

Frisk Etymological English

-ες See also: s. ἄντα