ἰότης

From LSJ
Revision as of 14:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

φοβοῦ τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → fear old age, for it never comes alone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰότης Medium diacritics: ἰότης Low diacritics: ιότης Capitals: ΙΟΤΗΣ
Transliteration A: iótēs Transliteration B: iotēs Transliteration C: iotis Beta Code: i)o/ths

English (LSJ)

[ῐ], ητος, ἡ,

   A will, desire, Ep.and Lyr. almost always in dat., θεῶν ἰότητι by the will of the gods, Il.19.9, Od.7.214,al., cf.Alc.13A; μητρὸς ἐμῆς ἰότητι at her will, Il.18.396; κακῆς ἰ. γυναικός Od.11.384; μνηστήρων ἰ. 18.234; ἀλλήλων ἰ. Il.5.874; ἀναιδήτῳ ἰ. with shameless will, A.R.4.360: acc. only in Il.15.41 δι' ἐμὴν ἰ.    II once in Trag., for the sake of, ἰότατι γάμων A.Pr.558 (lyr.).—Hsch. explains it by βουλήσει, αἰτία, ὀργῇ, χάριτι.

German (Pape)

[Seite 1256] ητος, ἡ (von ἴς od. ἴεμαι), Wille, Beschluß; θεῶν ἰότητι, nach dem Rathschlusse der Götter, kraft göttliches Willens, δαμάσθη Il. 19, 9, μόγησα Od. 14, 198, ἐν σπήεσσι κέονται 16, 232; μητρὸς ἐμῆς ἰότητι κυνώπιδος Il. 18, 396; ἐν νόστῳ ἀπόλοντο κακῆς ἰότητι γυναικός, auf des bösen Weibes Anstiften, Od. 11, 384; μνηστήρων ἰότητι 18, 234; ἀλλήλων, Einer auf des Andern Anstiften, Il. 5, 874; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 360; bei Aesch. Prom. 557 ἰότητι γάμων = wegen der Hochzeit. – Sonst findet sich nur einmal der acc., δι' ἐμὴν ἰότητα, Il. 15, 41. – Bei Hesych. wird es βουλήσει, αἰτίᾳ, ὀργῇ, χάριτι erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἰότης: -ητος, ἡ, (ἴδε ἵμερος ἐν τέλει) θέλησις, βούλησις, παρ’ Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε κατὰ δοτ., ὡς, θεῶν ἰότητι, τῇ βουλήσει τῶν θεῶν, (ἴδε ἐν λ. ἕκητι), Ἰλ. Τ. 9, Ὀδ. Η. 214, κτλ.˙ σπανιώτερον ἐπὶ ἀνθρώπων, μητρὸς ἐμῆς ἰότητι Ἰλ. Σ. 396˙ κακῆς.. ἱ. γυναικὸς Ὀδ. Λ. 384˙ μνηστήρων ἰ. Σ. 234˙ ἀλλήλων ἰ. Ἰλ. Ε. 874˙ ἀναιδήτῳ ἰ., ἀναισχύντῳ βουλήσει, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 360˙ ἡ αἰτ. μόνον ἐν Ἰλ. Ο. 41, δι’ ἐμὴν ἰότητα, ἀντὶ ἐμῇ ἰότητι. ΙΙ. ὁ Αἰσχύλ. ἔχει αὐτὸ ἅπαξ ἐν χωρικῷ ὡ. τὸ ἕκατι ΙΙ, χάριν τινός, ἰότατι γάμων Πρ. 559. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἰότητι˙ βουλήσει, θελήσει, αἰτίᾳ, ὀργῇ, χάριτι».

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
1 volonté;
2 postér. disposition pour, dessein : γάμων ἰότατι dor. ESCHL à l’intention de (ton) hymen.
Étymologie: p. *ἰσότης, de la R. Ἰσ, désirer.

English (Autenrieth)

ητος: will, mostly θεῶν ἰότητι, Od. 7.214, etc.; μνηστήρων ἰότητι, ‘according to their wish,’ Od. 18.234.

Greek Monolingual

ἰότης, ἡ (Α)
1. θέληση, επιθυμία («θεῶν ἰότητι» — με τη θέληση τών θεών, Ομ. Οδ.)
2. για χάρη κάποιου, ένεκα («ἰότητι γάμων», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < isto- (μετοχικός τ., πρβλ. αρχ. ινδ. ista- «ποθητός»), οπότε η λ. συνδέεται με το αρχ. ινδ. ρ. is «επιθυμώ». Κατ' άλλη άποψη, η λ. συνδέεται με το ἵεμαι «επιθυμώ, λαχταρώ», οπότε πρέπει να αναχθεί σε αρχικό τ. ρηματικού επιθ. Fίοτος, απ' όπου Fιοτ-ότης και, με απλολογία, Fıoτης (απαντά και στο σύνθ. βοιωτ. ανθρωπωνύμιο ΘειοFίοτος (< φρ. θεῶν ἰότητι). Πιθ., τέλος, ο τ. ἰότης να προέκυψε με λανθασμένο χωρισμό της λ. δηιότητι σε δή ἰότητι].

Greek Monotonic

ἰότης: -ητος, ἡ,
I. θέληση, επιθυμία· θεῶν ἰότητι, με τη θέληση ή εντολή των θεών, σε Όμηρ.
II. όπως το ἕκατι II, άπαξ σε χορικό του Αισχύλ., για χάρη, ἰότατι γάμων, σε Αισχύλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἰότης: ητος, дор. ἰότᾱς, ᾱτος (ῐ) ἡ (преимущ. dat., редко acc.)
1) воля, желание: θεῶν ἰότητι Hom. по воле богов; κακῆς ἰότητι γυναικός Hom. по прихоти злой женщины; μὴ δι᾽ ἐμὴν ἰότητα Hom. не по моему желанию;
2) основание, причина: ἰότᾱτι (дор. = ἰότητι) γάμων Aesch. вследствие брака.

Frisk Etymological English

Grammatical information: only dat. ἰότητι (Hom., A. R.; ἰότατι Alc. α 309 L.P., A. Pr. 558 [lyr.]) except ἰότητα Ο 41, about will, decision (θεῶν ἰότητι etc.). On the use in Homer Krarup Class. et. Med. 10, 13).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [16] *h₂eis- wish
Etymology: Uncertain. Two hypotheses: 1. to Skt. iṣ- wish (pres. iccháti), either from *iso-tāt- (Curtius 402; thus Schwyzer 528 n. 8) or *isto-tāt- from the ptc. *istós = Skt. iṣṭá- wished (Chantr. Form. 294); 2. to ἵεμαι hasten, desire from *Ϝιό-της or, with haplological hortening, *Ϝιοτό-της, from *Ϝίοτος wishing = Lat. (in-)vītus (s. on ἵεμαι; Sommer Lautstud. 12f.); however, ἵεμαι has a long i. - Improbable Leumann Hom. Wörter 127ff. (with criticism on the preceding), who explains ἰότητι from a false division of δηιοτῆτι (-τος) enmity in δη ἰότητι (-τος); the Boeot. PN Θειο-Ϝίοτος, which speaks strongly for an original Ϝιότητι, would have been built on ep. θεῶν ἰότητι; against Leumann Fraenkel Gnomon 23, 373.

Middle Liddell

ἰότης, ητος,
I. will, desire, θεῶν ἰότητι by the will or hest of the gods, Hom.
II. = ἕκατι II, for the sake of, ἰότᾱτι γάμων Aesch. [deriv. uncertain]