δεξιόσειρος

From LSJ
Revision as of 20:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δεξιόσειρος Medium diacritics: δεξιόσειρος Low diacritics: δεξιόσειρος Capitals: ΔΕΞΙΟΣΕΙΡΟΣ
Transliteration A: dexióseiros Transliteration B: dexioseiros Transliteration C: deksioseiros Beta Code: decio/seiros

English (LSJ)

ἵππος, ὁ,

   A right-hand trace-horse in team of four, which did the hardest work: hence, generally, vigorous, impetuous, S.Ant.140 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 547] ἵππος, das Pferd im Viergespann, welches nicht wie die beiden mittleren am Joch, sondern am Seil (σειρά) zog; es wurden dazu die besten Pferde genommen, weil in der Rennbahn linkshin umgelenkt wurde, das rechte Pferd also den größten Bogen machen mußte; so heißt Ἄρης Soph. Ant. 140, als muthiger u. kräftiger Genosse.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adj.
qui est à la droite d’un attelage en parl. d’un 3ᵉ cheval à la droite de la paire attelée, et qui, n’étant pas assujetti au joug, était plus ardent ; ardent, impétueux (avec l’idée de dieu propice, au double sens de δεξιός, en parl. d’Arès.
Étymologie: δεξιός, σειρά.

Spanish (DGE)

-ον
auxiliador, socorredor o quizá impetuoso, vigoroso Ἄρης S.Ant.140, cf. Sch.ad loc.
(sc. ἵππος) el caballo de tirantes situado a la derecha en un tronco de cuatro, el que más esfuerzo realiza, Plu.2.287a
mal interpr. como diestro Eust.675.41.

Greek Monolingual

δεξιόσειρος, ο (Α)
1. (ίππος) ο δεμένος στα δεξιά του τεθρίππου άρματος, ο οποίος δεν ήταν ζεμένος, όπως οι άλλοι δύο στον ζυγό, αλλά έξω απ' αυτόν, σε σκοινί
2. ορμητικός, ζωηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δεξιός + -σειρος < σειρά.

Greek Monotonic

δεξιόσειρος: ὁ, ζευγμένος με χαλινάρι στη δεξιά πλευρά, λέγεται για το τρίτο άλογο που υπήρχε εκτός του ζευγαριού αλόγων που συνηθιζόταν να υπάρχει· από όπου, γενικά, ζωηρός, θυμοειδής, ορμητικός, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

δεξιόσειρος: ὁ (sc. ἵππος) правая пристяжная лошадь (самая сильная в запряжке четверкой); перен. могучий, мощный (эпитет Арея) Soph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεξιόσειρος ( sc. ἵππος), ὁ [δεξιός, σειρά] rechterpaard in het vierspan, verricht het zwaarste werk, vandaar overdr. van Ares als strijder ter bescherming van de stad.

Middle Liddell


harnessed by a trace on the right side, of a third horse which was outside the regular pair:— hence, generally, spirited, impetuous, Soph.