λογογράφος

From LSJ
Revision as of 03:50, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source

Greek (Liddell-Scott)

λογογράφος: ὁ, πεζογράφος, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Ἐπικ. ποιητ. (ἴδε λόγος ν), Ἀριστ. Ρητ. 2. 11, 7, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 16. 1· - οἱ πρῶτοι Ἕλληνες ἱστορικοὶ ἀπὸ Κάδμου τοῦ Μιλησίου μέχρις Ἡροδότου οὕτω καλοῦνται ὑπὸ Θουκ. 1. 21, καὶ ἔκτοτε τὸ ὄνομα πρὸς δήλωσιν τῶν ἀρχαίων χρονογράφων τῶν πρὸ τοῦ Ἡροδότου· πρβλ. Müller Ἑλλ. Φιλολ. 1. 265, καὶ λογοποιός Ι. 1· - καθόλου, ἱστορικὸς συγγραφεύς, Πολύβ. 7. 7, 1· συναπτόμενον τῷ συγγραφεύς, Διον. Ἁλ. 1. 73. ΙΙ. ὡς τὸ λογοποιός ΙΙ, ὁ γράφων, συντάσσων λόγους, ἰδίως ὁ ἔχων τοῦτο ὡς ἐπάγγελμα καὶ γράφων ἐπὶ χρήμασι λόγους, οὓς ἕτεροι ἀπήγγελλον. Αὕτη ἡ συνήθεια λέγεται εἰσαχθεῖσα ὑπὸ τοῦ Ἀντιφῶντος καὶ συχνάκις ἐν χρήσει ὡς ὕβρις ἢ πρὸς ὀνειδισμόν, Φιλόστρ. 499, Πλούτ. 2. 822C· οὕτω πολιτικός τις ἀντίπαλος τοῦ Λυσίου διὰ πάσης τῆς λοιδορίας ἐκάλει λογογράφον, Πλάτ. Φαῖδρ. 257C· οὕτως ὁ Δημοσθένης ὠνειδίζετο ὡς λ., Δείναρχ. 104. 20, πρβλ. Αἰσχίν. 78. 26· καὶ αὐτὸς δὲ ὁ Δημ. ὁμιλῶν περί τινος λέγει λογογράφους καὶ σοφιστὰς ἀποκαλῶν, 417, τέλ., ἔνθα ἴδε Shilleto· - ἀλλ’ ἡ σύνταξις λόγων δὲν ἐπέφερεν ἀναγκαίως ὄνειδος, ἴδε Πλάτ. Φαῖδρ. 258C κἑξ., Ἀριστ. Ρητ. 3. 12, 2.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. qui écrit en prose :
1 prosateur en gén.
2 logographe, historien en prose ; historien en gén.
II. auteur de discours écrits pour d’autres.
Étymologie: λόγος, γράφω.

Greek Monolingual

ο και η (Α λογογράφος)
ο λογοτέχνης που γράφει σε πεζό λόγο, πεζογράφος, σε αντιδιαστολή προς τον επικό ποιητή
αρχ.
1. ιστορικός συγγραφέας («ὅτι τινές τῶν λογογράφων τῶν ὑπέρ τῆς καταστροφής τοῡ Ἱερωνύμου γεγραφότων», Πολ.)
2. (μερικές φορές ως λοιδορία ή ψόγος) αυτός που έγραφε λόγους επ' αμοιβή και, συνήθως, δικανικούς για λογαριασμό τών διαδίκων
3. αυτός που τηρούσε λογαριασμούς, λογιστής
4. πρακτικογράφος σε δικαστήριο
5. (κατά τον Θουκ. στον πληθ.) οἱ λογογράφοι
οι πρώτοι Έλληνες ιστοριογράφοι, από τον Κάδμο τον Μιλήσιο μέχρι τον Ηρόδοτο, αλλ. λογοποιοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λογο- + -γραφος (< γράφω)].

Greek Monotonic

λογογράφος: [ᾰ], ὁ (γράφω
I. πεζογράφος· έτσι αποκαλούνταν οι πρώτοι Έλληνες ιστορικοί, από τον Θουκ.
II. όπως ο λογοποιός II, αυτός που γράφει, συντάσσει λόγους, κυρίως αυτός που έχει ως επάγγελμά του τη συγγραφή λόγων επί πληρωμή, λόγους προορισμένους να τους απαγγείλουν άλλοι, σε Πλάτ., κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

λογογράφος: (ᾰ) ὁ1) прозаик, историк, логограф (так назывались древние летописцы до Геродота, излагавшие в прозе то, о чем эпические поэты повествовали в своих поэмах) Thuc., Arst.;
2) составитель речей для других (по заказу) Plat., Dem.

Middle Liddell

λογο-γρά˘φος, ὁ, γράφω
I. a prose-writer:—the early Greek chroniclers are so called by Thuc.
II. like λογοποιός II, a speech-writer, one who lived by writing speeches for others to deliver, Plat., etc.