περιδείδω
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
German (Pape)
[Seite 572] (s. δείδω), sehr fürchten; Hom. im perf. u. aor., τῇ δὲ δὴ αἰνότατον περιδείδια μή τι πάθωμεν, Il. 13, 52, ὅσσον ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, μή τι πάθῃσιν, 17, 242, u. c. gen., οὔτι τόσον νέκυος περιδείδια, 17, 240, u. τινί, um Einen, πᾶσι περιδδείσασα θεοῖσιν, 15, 123, wie 21, 328. 23, 822; sp. D., wie Qu. Sm. 6, 543.
Greek (Liddell-Scott)
περιδείδω: μέλλ. -δείσομαι· ἀόρ. α΄ περιέδεισα, παρ’ Ὅμ. (μόνον ἐν τῇ Ἰλ.) ἀείποτε ἐν τοῖς τύποις περίδδεισαν, περιδδείσασα, κτλ.· πρκμ. περιδέδοικα, Ἐπικ. περίδείδια, Ὅμ. - Εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ ἢ φοβοῦμαι περί τινος, μετὰ γεν., αἰνῶς γὰρ Δαναῶν π. Ἰλ. Κ. 93, πρβλ. Ρ. 240· μετὰ δοτ. εἶμαι ἐν μεγάλῳ φόβῳ διά τινα, Ἀθήνη πᾶσι περιδδείσασα θεοῖσι Ο. 123· Αἴαντι περιδδείσαντες Ψ. 822· τῷ ῥα περίδδεισαν Λ. 508· ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, μή τι πάθῃσι Ρ. 242· περιδδείσασ’ Ἀχιλῆι, μὴ.. Φ. 328· - μετ’ ἀπαρ., μεγάλως φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1203· μετ’ αἰτ., γαλέην περιδείδια Βατραχομ. 51.
French (Bailly abrégé)
f. περιδείσομαι, ao. περιέδεισα, pf. περιδείδια, au sens du prés.
craindre beaucoup, acc. ; τινος ou τινι pour qqn ou qch ; μή IL craindre que… ou de ne ; τινι μή IL craindre pour qqn que ; ἐμῇ κεφαλῇ π. μὴ IL je crains pour ma tête que.
Étymologie: περί, δείδω.
English (Autenrieth)
aor. περίδϝεισα, part. περιδϝείσᾶς, perf. περιδείδια: fear for, be afraid for; τινός, also τινί, and w. μή, Il. 17.240, 2, Il. 15.123.
Greek Monolingual
Α
1. έχω μεγάλο φόβο, φοβούμαι πολύ για κάτι
2. φοβούμαι πάρα πολύ να κάνω κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + δείδω «φοβάμαι»].
Greek Monotonic
περιδείδω: μέλ. -δείσομαι, αόρ. αʹ περιέδεισα, Επικ. γʹ πληθ. περίδδεισαν, μτχ. περιδδείσας, παρακ. περιδέδοικα, Επικ. περιδείδια· βρίσκομαι σε μεγάλο φόβο σχετικά με, με γεν., Δαναῶν περιδείδια, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., είμαι σε μεγάλο φόβο για κάποιον ή εξαιτίας του, Αἴαντι περιδδείσαντες, στο ίδ.· ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
περιδείδω: (fut. περιδείσομαι, aor. 1 περιέδεισα - эп. περίδδεισα, эп. pf. = praes. περιδείδια) сильно бояться, страшиться: π. τινός Hom. и τινά Batr. бояться кого-л.; π. τινί Hom. бояться за кого(что)-л.
Middle Liddell
fut. -δείσομαι aor1 περιέδεισα epic3 pl. περίδδεισαν part. περιδδείσας perf. περιδέδοικα epic περιδείδια
to be in great fear about, c. gen., Δαναῶν περιδείδια Il.; c. dat. to be in great fear for, Αἴαντι περιδδείσαντες Il.; ἐμῇ κεφαλῇ περιδείδια Il.