προσπαλαίω

From LSJ
Revision as of 10:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

Ὅμηρον ἐξ Ὁμήρου σαφηνίζεινexplain Homer from Homer, explain Homer with Homer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσπᾰλαίω Medium diacritics: προσπαλαίω Low diacritics: προσπαλαίω Capitals: ΠΡΟΣΠΑΛΑΙΩ
Transliteration A: prospalaíō Transliteration B: prospalaiō Transliteration C: prospalaio Beta Code: prospalai/w

English (LSJ)

   A wrestle or struggle with, τινι Pi.I.4.53, Pl.Tht.162b, Alc.1.107e, al.; Ἄτλας οὐρανῷ π. Pi.P.4.290; κὴρ π. ψυχῇ Ph.1.654: metaph., ἐν τοῖς λόγοις π. Pl.Tht.169b; π. σφαίρᾳ take wrestling exercise with a ball, Plu.2.793b; πολλοῖς χρέεσιν π. wrestle with debts, PSI1.76.6 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 776] (s. παλαίω), mit Einem, gegen Einen ringen, Pind. I. 3, 71; auch Ἄτλας οὐρανῷ προσπαλαίει, P. 4, 290, er strebt gegen den Himmel an; νεωτέρῳ, Plat. Theaet. 162 b; ἐν τοῖς λόγοις, 169 d, u. sonst; σφαίρᾳ, sich im Ballspiel üben, Plut. an seni ger. resp. 18.

Greek (Liddell-Scott)

προσπᾰλαίω: παλαίω, ἀγωνίζομαι ἐναντίον τινός, τινὶ Πινδ. Ι. 4. 90 (3. 71), Πλάτ. Θεαίτ. 162Β, Ἄλκ. 1. 107Β, κ. ἀλλ’ Ἄτλας οὐρανῷ πρ. Πινδ. Π. 4. 516· - μεταφ., πρ. ἐν τοῖς λόγοις Πλάτ. Θεαίτ. 169D· πρ. σφαίρᾳ, παίζω τὴν σφαῖραν, Πλούτ. 2. 793Β.

French (Bailly abrégé)

s’exercer ou jouer à, τινι.
Étymologie: πρός, παλαίω.

English (Slater)

προσπᾰλαίω
   1 wrestle against c. dat. καὶ μὰν κεῖνος Ἄτλας οὐρανῷ προσπαλαίει (P. 4.290) Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν ἄπο Καδμειᾶν μορφὰν βραχύς, ψυχὰν δ' ἄκαμπτος προσπαλαίσων ἦλθ ἀνὴρ (sc. Ἡρακλέης) (I. 4.53)

Greek Monolingual

ΜΑ παλαίω
μτφ. αγωνίζομαι («τὸν γὰρ προσελθόντα οὐκ ἀνίης πρὶν ἀναγκάσῃς... ἐν τοῑς λόγοις προσπαλαῑσαι», Πλάτ.)
αρχ.
1. παλεύω με κάποιον
2. φρ. «προσπαλαίω σφαίρᾳ» — γυμνάζομαι στη σφαιροβολία.

Greek Monotonic

προσπᾰλαίω: μέλ. -σω, παλεύω ή αγωνίζομαι εναντίον κάποιου, τινί, σε Πίνδ., Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

προσπᾰλαίω:
1) вести борьбу, бороться (τινί Pind., Plat.);
2) упражняться (ἐν τοῖς λόγοις Plat.): π. σφαίρᾳ Plut. состязаться в игре в мяч.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-παλαίω strijden tegen, met dat.:; τῷ... νεωτέρῳ... ὄντι π. strijden tegen de man die jonger is Plat. Tht. 162b; abs., overdr.. ἐν τοῖς λόγοις π. redetwisten Plat. Tht. 169b.

Middle Liddell

fut. σω
to wrestle or struggle with, τινί Pind., Plat.