ὑπέγγυος
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
English (LSJ)
ον,
A under surety: I of persons, having given surety, liable to be called to account or punished, A.Ch.38 (lyr.); ὑ. πλὴν θανάτου liable to any punishment short of death, Hdt.5.71: c. dat., γὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν liability to human and divine justice, E.Hec.1027 (lyr.). 2 of things, legitimate, γάμος ὑ., opp. ἀνέγγυος, Poll.3.34. II pledged, hypothecated, BGU1792.7 (i B. C.), POxy.507.31 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 1184] unter Bürgschaft, verbürgt, verpfändet; auch κριταί τε τῶνδ' ὀνειράτων θεόθεν ἔλακον ὑπέγγυοι, nachdem sie bei den Göttern sich verbürgt oder die Götter zu Zeugen angerufen hatten, Aesch. Ch. 38; – einer Strafe ausgesetzt, unterworfen, ὑπεγγύους πλὴν θανάτου, allen Strafen außer dem Tode unterworfen, Her. 5, 71; δίκᾳ καὶ θεοῖς Eur. Hec. 1029.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέγγυος: -ον, ὁ ὑπὸ ἐγγύην: 1) ἐπὶ προσώπων, ὁ γενόμενος ἐγγυητής, δοὺς ἐγγύησιν, ὅθεν ὑπεύθυνος, ὑπόλογος, ὑποκείμενος εἰς ποινήν, Αἰσχύλ. 38· ὑπ. πλὴν θανάτου, ὑποκείμενος ὡς ἐγγυητὴς εἰς οἱανδήποτε τιμωρίαν ἐκτὸς τοῦ θανάτου, Ἡρόδ. 5. 71· μετά δοτ., τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν, τὸ ὑπεύθυνον εἴς τε τὴν θείαν καὶ τὴν ἀνθρωπίνην δικαιοσύνην, Εὐρ. Ἐκ. 1029. 2) ἐπὶ πραγμάτων, νόμιμος, γάμος ὑπ., ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀνέγγυος, Πολυδ. Γ΄, 34.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui donne ou a donné caution, d’où
1 responsable : τινι envers qqn, càd dépendant de qqn, soumis à qqn;
2 sur qui l’on a un droit : πλὴν θανάτου HDT sur qui l’on a tous les droits, sauf le droit de vie et de mort.
Étymologie: ὑπό, ἐγγύη.
Greek Monolingual
-ο / ὑπέγγυος, -ον, ΝΑ
1. (για πρόσ.) αυτός που δίνει εγγύηση, εγγυητής
2. (κατ' επέκτ.) υπόλογος, υπεύθυνος
νεοελλ.
1. (για πράγμ.) αυτός που παρέχεται ως εγγύηση
2. φρ. «υπέγγυοι πρόσοδοι» — πρόσοδοι που παραχωρούνται διά νόμου από το κράτος ως εγγύηση για την επίτευξη εξωτερικού δανεισμού
αρχ.
1. αυτός που υπόκειται σε ποινή («ὑπεγγύους πλὴν θανάτου», Ηρόδ.)
2. (για πράγμ.) νόμιμος («γάμος ὑπέγγυος», Πολυδ.)
3. υποθηκευμένος.
επίρρ...
υπεγγύως Ν
κατά τρόπο υπέγγυο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -εγγυος (< ἐγγύη), πρβλ. αν-έγγνος, μετ-έγγυος].
Greek Monotonic
ὑπέγγυος: -ον, αυτός που έχει δώσει εγγύηση, υπόλογος ή υποκείμενος σε ποινή, τιμωρία, υπεύθυνος, σε Αισχύλ.· ὑπέγγυος πλὴν θανάτου, αυτός που υπόκειται σε κάθε είδους ποινή εκτός εκείνης του θανάτου, σε Ηρόδ.· με δοτ., τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν, αξιοπιστία στην ανθρώπινη και θεία δικαιοσύνη, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέγγυος:
1) давший ручательство, поручившийся: θεόθεν ἔλακον ὑπέγγυοι Aesch. они поручились именем богов;
2) повинный: ὑ. πλὴν θανάτου Her. подлежащий любой каре, кроме смертной казни, т. е. которому гарантирована жизнь.
Middle Liddell
ὑπ-έγγυος, ον,
having given surety, liable to be called to account or punished, responsible, Aesch.; ὑπ. πλὴν θανάτου liable to any punishment short of death, Hdt.: c. dat., τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν liability to human and divine justice, Eur.