колебаться
From LSJ
συνερκτικός γάρ ἐστι καὶ περαντικός, καὶ γνωμοτυπικὸς καὶ σαφὴς καὶ κρουστικός, καταληπτικός τ' ἄριστα τοῦ θορυβητικοῦ → he's intimidative, penetrative, aphoristically originative, clear and aggressive, and superlatively terminative of the obstreperative
Russian > Greek
κατοκνέω ;; δίζω ;; ἀμφιδοξέω ;; ἀοριστέω ;; δυστατέω ;; δυσστατέω ;; συναιωρέομαι ;; ἐπαμφοτερίζω ;; διαπορέω ;; διστάζω ;; διχοφορέω ;; ἀμφιγνοέω ;; ἐνδοιάζω ;; κινύσσομαι ;; πέτομαι ;; διαφέρω ;; διατρέπω ;; ἀποκνέω ;; αἰωρέω ;; ἑτερορρεπέω ;; ἀμφινοέω ;; ἐπαιωρέω ;; σαίνω ;; ἀμφιβάλλω ;; μέλλω ;; περιφέρω