παραείρω

From LSJ
Revision as of 18:00, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρᾰείρω Medium diacritics: παραείρω Low diacritics: παραείρω Capitals: ΠΑΡΑΕΙΡΩ
Transliteration A: paraeírō Transliteration B: paraeirō Transliteration C: paraeiro Beta Code: paraei/rw

English (LSJ)

   A = παραλύω, detach, π. φρένας unhinge the mind, Archil. 94, cf. Opp.H.4.19 (tm.):—Pass., hang on one side, παρηέρθη δὲ κάρη Il.16.341.

German (Pape)

[Seite 478] zsgz. παραίρω (s. ἀείρω), daneben oder dabei heben, φρένας, erheben oder verkebren, Archil. 63; vgl. Opp. Hal. 4, 19; – pass. daneben, an der Seite hangen, schweben, παρηέρθη δὲ κάρη, Il. 16, 341.

Greek (Liddell-Scott)

παραείρω: συνῃρ. παραίρω· αἴρω, ὑψώνω, παρασηκώνω, μεταφορ., «φουσκώνω», τίς σᾶς παρήειρεν φρένας; τίς διέστρεψε τὸν νοῦν σου; Ἀρχίλ. 88, πρβλ. Ὀππ. Ἁλ. 4. 19. - Παθ., κρέμαμαι πλαγίως, ἀπὸ τοῦ ἑνὸς μέρους, παρηέρθη δὲ κάρη, «παρεκρεμάσθη» (Σχόλ.), Ἰλ. Π. 341.

French (Bailly abrégé)

f. παραερῶ, ao. παρήειρα, ao. Pass. παρηέρθην;
lever ou suspendre à côté.
Étymologie: παρά, ἀείρω.

English (Autenrieth)

only aor. pass., παρηέρθη, hung down, Il. 16.341†.

Greek Monolingual

και παραίρω Α
1. (κυρίως μτφ. για τη σκέψη, τον νου) παρασηκώνω, φουσκώνω («τίς σὰς παρήειρεν φρένας;» — ποιος σάς φούσκωσε τα μυαλά, Αρχίλ.)
2. παθ. παραείρομαι
κρεμιέμαι από το ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ᾀείρω / αἴρω «σηκώνω»].

Greek Monotonic

παραείρω: συνηρ. -αίρω, υψώνω, σηκώνω — Παθ., αόρ. αʹ παρ-ηέρθην, κρέμομαι από το ένα μέρος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

παραείρω: приподнимать, pass. склоняться в сторону: παρηέρθη δὲ κάρη Hom. на бок повисла (отрубленная) голова (Ликона).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρ-αείρω, θη- aor. παρηέρθην, meestal pass. opzij hangen:. παρηέρθη δὲ κάρη zijn hoofd hing schuin opzij Il. 16.341.

Middle Liddell

contr. -αίρω
to lift up beside:—Pass., aor1 παρ-ηέρθην, to hang on one side, Il.