ἀσπιδιώτης
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
English (LSJ)
ου, ὁ,
A shield-bearing, a warrior, ἀνέρες ἀσπιδιῶται Il.2.554, 16.167, Theoc.14.67, Plb.10.29.6, AP9.116: in Pl., = Lat. scutati, Lyd.Mag.1.9:—so ἀσπῐδίτης [δῑ], ου, ὁ, S.Fr.426.
German (Pape)
[Seite 373] ὁ, mit einem Schilde versehen, Hom. zweimal, ἵππους τε καὶ ἀνέρας ἀσπιδιώτας Iliad. 2, 554. 16, 167; sp. D., Theocr. 14, 67; in Prosa, Pol. 10, 29 u. Luc.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσπῐδιώτης: ὁ, ἀσπιδοφόρος, πολεμιστής, ἀνέρες ἀσπιδιῶται Ἰλ. Β. 554., Π. 167, Ἀνακρ. 34: ― οὕτω καὶ ἀσπιδίτης [δῑ], ου, Σοφ. Ἀποσπ. 376.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
armé d’un bouclier.
Étymologie: ἀσπίς.
English (Autenrieth)
shield-bearing, Il. 2.554 and Il. 16.167.
Spanish (DGE)
(ἀσπῐδιώτης) -ου, ὁ
• Grafía: graf. -ότης Hsch.
guerrero con escudo ἀνέρες ἀσπιδιῶται Il.2.554, 16.167, cf. Theoc.14.67, 17.93, Plb.10.29.6, 10.30.9, IGBulg.3.1580.2 (Augusta Trajana III d.C.), Colluth.58, AP 9.116, Nonn.Par.Eu.Io.18.14, Βάκχος Nonn.D.45.239.
Greek Monolingual
ἀσπιδιώτης και ασπιδίτης, ο (Α)
ο ασπιδοφόρος, ο πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασπίς(-ίδος). Ο τ. ασπιδίτης πιθ. αναλογικά προς το οπλίτης. Το επίθημα -ιώτης του τ. ασπιδιώτης για λόγους μετρικούς (πρβλ. ομηρ. αγροιώτης). Η υπόθεση ότι οφείλεται επίσης σε αναλογική επίδραση του στρατιώτης προσκρούει στη μεθομηρική εμφάνιση του τ. στρατιώτης.
Greek Monotonic
ἀσπῐδιώτης: ὁ (ἀσπίς), αυτός που φέρει ασπίδα, πολεμιστής, ασπιδοφόρος, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀσπῐδιώτης: ου ὁ щитоносец, воин Hom., Theocr., Polyb., Plut.