ἁρπεδόνη
ῥεῖα δ' ἀρίζηλον μινύθει καὶ ἄδηλον ἀέξει, ῥεῖα δέ τ' ἰθύνει σκολιὸν καὶ ἀγήνορα κάρφει → easily he humbles the proud and raises the obscure, and easily he straightens the crooked and blasts the proud (Hesiod, Works and Days 6-8)
English (LSJ)
ἡ,
A cord, for binding or snaring game, X.Cyr.1.6.28, AP9.244 (Apollonid.). 2 yarn of which cloth is made, Hdt.3.47, Aristias 2 (ap.Poll.7.31), AP6.160 (Antip. Sid.); silk-worm's thread, Paus.6.26.8; bow-string, AP5.193 (Posidipp. or Asclep.). II ἁρπεδόναι· τῶν ἀμαυρῶν ἄστρων σύγχυσις (i.e. band of stars connecting Pisces), Hsch., cf. Vitr.9.5.3.
German (Pape)
[Seite 359] ἡ, Seil, Strick, um etwas zu fangen, Xen. Cyr. 1, 6, 28; vgl. Poll. 5, 33; τοῦ θώρηκος Her. 3, 47, mit dem der Harnisch über der Schulter befestigt ist; vgl. Poll. 7, 31; στρεπτή, Bogensehne, Ant. Sid. 26 (VI, 160); vgl. Apolld. 15 (IX, 244).
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπεδόνη: ἡ, σχοινίον θηρευτικὸν πρὸς παγίδευσιν ἀγρίων ζῴων, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 1, 28, Ἀνθ. Π. 9. 244, Πολυδ. Ε΄, 33, πρβλ. λέξιν σειράς. 2) νῆμα, κλωστὴ πρὸς ὕφανσιν, Ἡρόδ. 3. 47, Κριτίας 18, πρβλ. Ἀνθ. Π. 6. 160, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 31: ὁ μίτος τῶν μεταξοσκωλήκων ἀφ’ οὗ τὰς αἰσθῆτας ἐποίουν οἱ Σῆρες, Παυσ. 6. 26, 8· νευρὰ τόξου, Ἀνθ. Π. 5. 194. (Πρβλ. τὸ Σανσκρ. ῥῆμα arpayâmi (προσαρμόζω), ἴδε ἐν λ.*άρω).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
1 corde tendue pour un piège;
2 cordon ou lacet de cuirasse.
Étymologie: DELG ?
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
1 cuerda o lazo de caza, X.Cyr.1.6.28, AP 9.244 (Apollonid.), de un arco AP 5.194 (Posidipp.).
2 hilo Hdt.3.47, Aristias 2, Arist.HA 527a29, PTeb.703.98 (III a.C.), AP 6.160 (Antip.Sid.)
•seda Paus.6.26.8.
3 caza con lazo Sud.s.u. ἁρπεδόνες.
4 astr. el cordel n. dado al conjunto de nebulosas y estrellas que unen a los dos peces de la constelación Piscis, Vitr.9.5.3, Hsch.
Greek Monolingual
και -να, η (Α ἁρπεδών, -όνος και -δόνη)
νήμα
αρχ.
1. σχοινί για παγίδευση ζώων
2. η χορδή του τόξου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνθεση του τ. αρπεδόνη με το αρχ. ινδ. αrpάyαti «τοποθετώ, στερεώνω» δεν είναι ικανοποιητική από σημασιολογικής απόψεως, ο δε τ. αrpάyαti αποτελεί ινδικό νεώτερο σχηματισμό. Επίσης ο συσχετισμός του με τα άρπη, αρπάζω δεν δικαιολογείται από τις σημασίες του τ. αρπεδόνη «χορδή», «σχοινί». Ο παράλληλος τ. αρπεδών σχηματίζεται με το επίθημα -δων, το οποίο συχνά χρησιμοποιείται προς δήλωση οργάνου].
Greek Monotonic
ἁρπεδόνη: ἡ, σχοινί για δέσιμο ή παγίδευση θηράματος, σε Ξεν.· χορδή τόξου, (άγν. προέλ.).
Russian (Dvoretsky)
ἁρπεδόνη: ἡ
1) шнур, завязка (τοῦ θώρηκος Her.);
2) петля, аркан Xen., Anth.;
3) тетива Anth.
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: cord, yarn, used to ensnare game, etc. (Hdt.)
Other forms: also -εδών f. (AP)
Derivatives: ἁρπεδονίζειν λωποδυτεῖν. καὶ διὰ σπάρτου θηρᾶν H. -
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unknown. Cf. the names of instruments in -δών, -δόνη (Schwyzer 529f., 490, Chantr. Form. 361f., 207). Connection with ἁρπάζω is improbable for a word for cord. Grošelj (s. ἀρπεδής) connects Lith. ver̃pti to spin, but then -αρ- must be analogical after -ερ-.
Middle Liddell
a cord, for binding or for snaring game, Xen.: a bowstring, Anth. [Deriv. unknown.]
Frisk Etymology German
ἁρπεδόνη: {harpedónē}
Forms: auch -εδών f. (AP, J. usw.). Zur Bildung vgl. die Werkzeugnamen auf -δών und -όνη (Schwyzer 529f. und 490, Chantraine Formation 361f. und 207).
Grammar: f.
Meaning: Seil, Faden des leinenen Brustharnisches, Strick um Wildbret zu fangen, Bogensehne (Hdt., X. usw.),
Derivative: Davon ἁρπεδονίζειν· λωποδυτεῖν. καὶ διὰ σπάρτου θηρᾶν H.
Etymology : Unerklärt. Der Vergleich mit aind. arpáyati anbringen, einstecken, befestigen (seit Curtius 341) ist semantisch wenig zutreffend; außerdem ist arpáyati ehestens als eine indische Neubildung zu betrachten. Anschluß an ἅρπη, ἁρπάζω befriedigt auch nicht für den ältesten Gebrauch des Wortes. Die bei H. gegebenen Erklärungen sind offenbar durch nachträgliche Assoziation mit ἁρπάζω bedingt.
Page 1,150