ὑπονύσσω
πάντα χωρεῖ καὶ οὐδὲν μένει καὶ δὶς ἐς τὸν αὐτὸν ποταμὸν οὐκ ἂν ἐμβαίης → all things move and nothing remains still, and you cannot step twice into the same stream
English (LSJ)
A prick or sting underneath: generally, sting, Theoc.19.3; prick, Ael.NA2.50; prod, goad, ταῦρον Hld.10.28; τοὺς ὑποχειρίους LXX Is.58.3:—Pass., ὑπονύσσεται· καταπονεῖται, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1227] unten oder ein wenig stechen, spornen, übertr., – reizen, beunruhigen, Theocr. 19, 3; Hesych. erkl. ὑπονύσσεται, καταπονεῖται.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπονύσσω: μέλλ. -ξω, κεντῶ κάτωθεν· καθόλου, κεντῶ, πλήττω, Θεόκρ. 19. 5. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπονύσσεται· καταπονεῖται» (δηλ. ὁ ἵππος) Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
piquer légèrement.
Étymologie: ὑπό, νύσσω.
Greek Monolingual
Α
1. τσιμπώ, κεντώ κάτι λίγο ή αποκάτω («ἄκρα δὲ χειρῶν δάκτυλα πάνθ' ὑπένυξεν», Θεόκρ.)
2. (σχετικά με ζώο) οδηγώ με τη βουκέντρα, κεντρίζω
3. μτφ. παρακινώ, παροτρύνω
4. (το μέσ. στο γ' πρόσ.) ὑπονύσσεται
(κατά τον Ησύχ.) «καταπονεῑται».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + νύσσω «κεντώ, τσιμπώ»].
Greek Monotonic
ὑπονύσσω: μέλ. -ξω, τρυπώ ή τσιμπώ, κεντώ από κάτω· γενικά, κεντρίζω, τσιμπώ, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπονύσσω: колоть, жалить (ἄκρα δάκτυλα Theocr.).
Middle Liddell
fut. ξω
to prick or sting underneath: generally, to sting, Theocr.