συρφετώδης

From LSJ
Revision as of 23:15, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

ἐὰν ἐκπέσῃ τὸ σιδήριον καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξεν καὶ δυνάμεις δυναμώσει καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία (Ecclesiastes 10:10, LXX version) → If the iron axe fails, and the man has furrowed his brow, he will gather his strength, and the redoubling of his manly vigor will be the wise thing.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συρφετώδης Medium diacritics: συρφετώδης Low diacritics: συρφετώδης Capitals: ΣΥΡΦΕΤΩΔΗΣ
Transliteration A: syrphetṓdēs Transliteration B: syrphetōdēs Transliteration C: syrfetodis Beta Code: surfetw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A promiscuous, vulgar, σ. ὄχλος Plb.4.75.5, cf. Luc.Salt.83, etc.; βωμολοχία σ. Plu.2.454e; πράγματα Jul.Or.6.202b.

Greek (Liddell-Scott)

συρφετώδης: -ες, ὁ ὅμοιος πρὸς συρφετόν, ὁμοῦ σεσωρευμένος, ἀνάμικτος, χυδαῖος, συρ. ὄχλος Πολύβ. 4. 75, 5, πρβλ. Λουκ. περὶ Ὀρχ. 83, κτλ.· σ. βωμολοχία Πλούτ. 2. 454Ε.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
composé d’un ramassis de populace.
Étymologie: συρφετός, -ωδης.

Greek Monolingual

-ες / συρφετώδης, -ῶδες, ΝΜΑ συρφετός
αυτός που μοιάζει με συρφετό ή ο σχετικός με συρφετό
μσν.-αρχ.
1. ανάμικτος
2. μτφ. χυδαίος, πρόστυχος
αρχ.
ο χωρίς αξία, τιποτένιος.
επίρρ...
συρφετωδῶς Α
1. με ανάμικτο τρόπο
2. βλακωδώς.

Greek Monotonic

συρφετώδης: -ες (συρφετός, εἶδος), αυτός που έχει συσσωρευθεί μαζί, όμοιος με συρφετό, σύμμεικτος, αχαλίνωτος, χυδαίος, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συρφετώδης:
1) состоящий из подонков (ὄχλος Polyb.);
2) площадной (λαλιά Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συρφετώδης -ες [συρφετός] plebeïsch, platvloers.

Middle Liddell

συρφετ-ώδης, ες συρφετός, εἶδος
jumbled together, promiscuous, Luc.