λυσσάω
Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνον → Anaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep
English (LSJ)
Att. λυττάω, Ep. part.
A λυσσώων Man.1.244, AP5.265 (Paul. Sil.):—to be raging in battle, Hdt.9.71; cf. λύσσα init. 2 rave, be mad, S.OT1258, Ant.492, Pl.R.329c, Epicur.Sent.Vat.11, Man., APll.cc., etc.; λ. πρὸς μεῖξιν Ps.-Phoc.214; ἔρωτες λυττῶντες Pl.R.586c: c. inf., desire madly to do, Hld.2.20. II of dogs, suffer from rabies, Ar.Lys. 298, Arist.HA604a6; of wolves, Theoc.4.11; of horses, Arist.HA 604b13. III causal, make mad, κἂν λελυσσήκῃ τινά (sc. τὰ δήγματα) Damocr. ap. Gal.13.821. (Hsch. has λύσσεται· μαίνεται.)
Greek (Liddell-Scott)
λυσσάω: Ἀττ. λυττάω, εἶμαι πλήρης μανίας ἢ ὁρμῆς ἐν τῇ μάχῃ, Ἡρόδ. 9. 71· πρβλ. λύσσα ἐν ἀρχῇ. 2) εἶμαι λυσσώδης, μανιώδης, Σοφ. Ο. Τ. 1258, Ἀντ. 492, Πλάτ. Πολ. 329C, κτλ.· λ. πρὸς μῖξιν Ψευδο-Φωκυλ. 202· ἔρωτες λυττῶντες Πλάτ. Πολ. 586C· ― μετ’ ἀπαρ., μανιωδῶς ἐπιθυμῶ νὰ πράξω τι, Ἡλιόδ. 2. 20. ΙΙ. ἐπὶ κυνῶν, Ἀριστοφ. Λυσ. 298, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 22, 1· ἐπὶ λύκων, Θεόκρ. 4. 11 (ἐν ἀμφιβόλῳ τινὶ χωρίῳ)· ἐπὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 4.
French (Bailly abrégé)
-ῶ, att. λυττάω-ῶ :
1 être enragé;
2 fig. être dans un transport violent (de colère, de passion, etc.).
Étymologie: λύσσα.
Greek Monotonic
λυσσάω: Αττ. λυττάω (λύσσα)·
I. 1. είμαι γεμάτος μανία ή ορμή στη μάχη, σε Ηρόδ.
2. είμαι λυσσώδης, μανιώδης, σε Σοφ., Πλάτ.
II. λέγεται για σκύλους, σε Αριστοφ.· λέγεται για λύκους, σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
λυσσάω: атт. λυττάω
1) быть охваченным яростью: λυσσέοντα ἔργα ἀποδέξασθαι μεγάλα Her. (говорят, что Аристодем) в припадке ярости совершил великие дела;
2) быть в исступлении, неистовствовать (εἶδον λισσῶσαν αὐτήν Soph.);
3) (о животных) быть бешеным Arph., Arst., Theocr.
Middle Liddell
λυσσάω, λύσσα
I. to be raging in battle, Hdt.
2. to rave, be mad, Soph., Plat.
II. of dogs, Ar.; of wolves, Theocr.