ὑπότριμμα
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ατος, τό,
A a dish compounded of various ingredients grated and pounded up together, Hp.Vict.2.56, 3.80, Gal.6.650, cf. ὑποτρίβω 1.2; ἐν ὑ. ζέσαι Antiph.222.3; ὑποτρίμμασι καρυκεύσῃ Jul. Or.6.192a, cf. 7.226a: its general taste was sour or piquant, hence βλέπων ὑπότριμμα looking sharp and sour, Ar.Ec.292; ὑ. χλωρά, of green herb sauces or soups, also called φυλλάδες, Poll.6.71. Cf. ὑπόσφαγμα.
German (Pape)
[Seite 1236] τό, eine herbe od. scharfe Brühe von allerlei zusammengeriebenen Kräutern u. Gewürzen; Hippocr.; Poll. 6, 71; Ath. III, 133 c; dah. sprichwörtlich ὑπότριμμα βλέπειν, barsch aussehen, als hätte man Senf oder Meerrettig gegessen, Ar. Eccl. 291.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπότριμμα: τό, ἔδεσμα παρεσκευασμένον ἐκ πολλῶν πραγμάτων κοπανισμένων καὶ συναναμεμιγμένων, Λατ. moretum, Ἱππ. 361. 50., 373. 20, πρβλ. ὑποτρίβω 1. 2. ― Α. τὸν γαλεόν; ― Β. ἐν ὑποτρίμματι ζέσαι Ἀντιφάνης ἐν «Φιλώτιδι» 1, πρβλ. Νικόστρατ. ἐν «Ἅβρᾳ» 1, 3· ἡ γεῦσις αὐτοῦ συνήθως ἦν δριμέως ὀξίνη ἢ καυστική, ὅθεν ἡ παροιμία, ὑπότριμμα βλέπων, βλέπων δριμύ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 291· ― τὰ τοιαῦτα ἐδέσματα παρασκευαζόμενα μετὰ χλωρῶν λαχάνων (ὑποτρίμματα χλωρὰ) ἐκαλοῦντο καὶ φυλλάδες, Πολυδ. ϛʹ, 71. Πρβλ. ὑπόσφαγμα. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπότριμμα· ἐκ φοίνικος καὶ μέλιτος καὶ κυμίνου καὶ ἄλλων τινῶν ἀρτυμάτων ἔργον».
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
jus d’herbes pilées d’une saveur âcre.
Étymologie: ὑπό, τρίβω.
Greek Monolingual
-ίμματος, τὸ, Α ὑποτρίβω
1. συν. στον πληθ. τὰ ὑποτρίμματα
έδεσμα, σάλτσα ή στόλισμα κυρίως για ψάρια, φτιαγμένο από διάφορα υλικά και καρυκεύματα τριμμένα και ανακατεμένα, με πικάντικη γεύση (α. «τοῑσι ἰχθύσι ἑφθοῑσι ἐν ὑποτρίμμασι», Ιπποκρ.)
2. φρ. α) «ὑποτρίμματα χλωρά» — σάλτσα ή σούπα από πράσινα χορταρικά
β) «βλέπων ὑπότριμμα»
μτφ. με βλέμμα αγριεμένο (Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ὑπότριμμα: -ατος, τό, φαγητό παρασκευασμένο από ποικίλα υλικά κοπανισμένα και αναμεμιγμένα, ανακατωμένα μαζί, Λατ. moretum, σε Κωμ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπότριμμα: ατος τό острая похлебка из тертых овощей Plut.: ὑ. βλέπειν Arph. иметь кислую мину.
Middle Liddell
ὑπότριμμα, ατος, τό, [from ὑποτρί¯βω]
a dish compounded of various ingredients, pounded up together, Lat. moretum, Com.