καταρρινάω
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
English (LSJ)
or καταρριζ-έω, (ῥίνη)
A file down, make thin, ἰσχναίνων καὶ καταρινῶν τὰ συγκρίματα Antyll. ap. Stob.4.37.16: metaph., κατερρινημένον τι λέγειν polished, elegant, Ar.Ra.901; of men, βραχίον' εὖ κατερρινημένους, i. e. having had all superfluous flesh worked off, A. Supp.747 (κατερρινωμένους covered with shields, Wellauer; cf. κατερρινωμένον· καταπεπυκασμένον, καταδεδερματωμένον, Hsch.).
Greek (Liddell-Scott)
καταρρῑνάω: ἢ -ἐω, (ῥίνη) ῥινίζων κατατρίβω, καταξέων φθείρω, λεπτύνω, ἰσχναίνων καὶ καταρρινῶν τὰ συγκρίματα Ἄντυλλ. παρὰ Στοβ. 547. 2·- μεταφορ., κατερρινημένον τι λέγειν, κομψόν, Ἀριστοφ. Βάτρ. 901· «τὸ κατερρινημένον, τὸ οὕτω λεπτῶς καὶ ἄκρως διειργασμένον ὥστε μηδὲ διαιρεῖσθαι ἐπιτήδειον εἶναι» Φρύν. ἐν Βεκκήρ. Ἀνεκδ.· ἰσχναὶ καὶ κατ. ἔννοιαι Κύριλλ. ἐπὶ ἀνθρώπων, βραχίον’ εὖ κατερρινημένους, ἀποβαλόντας πᾶσαν τὴν περιττὴν σάρκα διὰ τῆς ἐργασίας, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 749 (ὁ Well. κατερρινωμένους, κεκαλυμμένους μὲ ἀσπίδας, ἐκ τοῦ γλωσσήματος τοῦ Ἡσυχ.)· «κατερρινημένοις· εὐτελέσιν ἢ κατεξεσμένοις. ῥίνη γὰρ ἐργαλεῖον τεκτονικὸν ᾧ ῥινοῦσιν» Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
travailler avec la lime, càd travailler avec art, particul. rendre ferme, vigoureux.
Étymologie: κατά, ῥινάω.
Greek Monotonic
καταρρῑνάω: ή -έω (ῥίνη), λιμάρω, λειαίνω· μεταφ., καταρρινημένον τι, λείος, στιλπνός, κομψός, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
καταρρῑνάω: опиливать, шлифовать, отделывать: ἀστεῖόν τι καὶ κατεροινημένον Arph. тонкость и изящество.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταρρινάω of καταρρινέω [κατά, ῥίνη] afvijlen, afschrapen: overdr. verfijnen:. κατερρινημένον τι λέγειν iets geraffineerds zeggen Aristoph. Ran. 901.
Middle Liddell
or -έω fut. ήσω ῥίνη
to file down:— metaph., κατερρινημένον τι polished, elegant, Ar.